Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σπούδασα στη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην Ακαδημία της Ρώμης και παρακολούθησα σεμινάρια με το Γκροτόφσκι και τους συνεργάτες του. Εργάστηκα ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτησα στις Κρατικές σκηνές, στο ελεύθερο θέατρο, δημιούργησα το "Θέατρο Μηχανή", έπαιξα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα διδάσκω υποκριτική.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Πανδημία, Εγκλεισμός - Μάρτιος/Απρίλιος 2020

«Το διαδίκτυο θα αποτελέσει τον θάνατο του θεάτρου»

Γράφει η Εύα Νικολαΐδου για την "Εφημερίδα των Συντακτών"


«Το διαδίκτυο θα αποτελέσει τον θάνατο του θεάτρου»

Στην πυραμίδα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, θα την έβαζα στην κορυφή. Η Αννα Φόνσου μεγάλωσε στο νησί της Μεγαλόχαρης, στην Τήνο. Το δικό της τάμα ήταν να ιδρύσει ένα σπίτι για τους ανθρώπους της τέχνης. Δίπλα στον εξουθενωτικό φόβο από την αβεβαιότητα του αύριο, οι ηθοποιοί, συντρίμμια πια από τις θύελλες του επαγγέλματος, τη στιγμή που παλεύουν για να περισωθούν σπεύδει η Αννα Φόνσου σαν θεία πρόνοια να τους προσφέρει μια στέγη. Το «Σπίτι του Ηθοποιού».

Το επισκέφθηκα για πρώτη φορά μέσα στην κρίση της πανδημίας, αλλά η αυλαία του ήταν ανοιχτή. Μας περίμεναν στο ισόγειο με χαμόγελο ο Δημήτρης Χορν και η Ελλη Λαμπέτη σε μια φωτογραφία που στολίζει την οροφή. Μία θεατρική σκηνή από κούκλες ντυμένες με κοστούμια γνώριμα, όπως του Μάνου Κατράκη, της Μελίνας Μερκούρη, της Αλίκης Βουγιουκλάκη, της Τζένης Καρέζη, της Κατερίνας Ανδρεάδη και πολλών άλλων.

Στο ανθρώπινο θησαυροφυλάκιο της Αννας Φόνσου κυρίαρχη θέση κατέχει η ιδεολογία της. Είναι κομμουνίστρια (οπαδός του Χαρίλαου Φλωράκη) από πατέρα κομμουνιστή με εξορίες και βασανιστήρια. Της δίδαξε να προσφέρει απλόχερα τη βοήθειά της, από τότε που ως μανάβης την έστελνε να κουβαλάει τα φρούτα σε ανήμπορες κυρίες. «Θα σας στείλω την Αννούλα», τους έλεγε, «αλλά μια μέρα θα πληρώνετε για να τη βλέπετε». Για το μεγαλείο της ψυχής της, την προσφορά της, τη βράβευσε η Ακαδημία Αθηνών.

Καθόμαστε στον 6ο όροφο, στην αίθουσα της Μελίνας Μερκούρη (γιορτάζουμε φέτος το Ετος Μελίνας), στο τραπέζι που το χάρισε η Νόνικα Γαληνέα. Εκεί ανακάλυψα την απλότητα, την ειλικρίνεια, την αφοσίωσή της σ’ αυτό το έργο, κουβεντιάζοντας την ιστορία της σε μια γνήσια, λαϊκή γλώσσα.

Κοντά μας ο Πέρης Μιχαηλίδης, σκηνοθέτης-ηθοποιός, μ’ ένα εκλεπτυσμένο στιλ. Σε κερδίζει αμέσως το ηθικό κύρος του, ο αδιάβλητος χαρακτήρας του και το πόσο κατανοητός είναι στη σκέψη και στον λόγο.



● Κυρία Φόνσου, ήταν ένα όνειρο, ένα όραμα αυτή η δωρεά;

Ενα όραμα ξαφνικό. Ενας παλιός ηθοποιός, ο Κώστας Σαντοριναίος, που έμενε στον Βοτανικό, μου έλεγε: «Είναι ωραίο το σπίτι μου αλλά δεν χτυπάει ποτέ το τηλέφωνο. Να με πάρει κάποιος, έστω για να πιούμε έναν καφέ. Μακάρι να είχαμε ένα σπίτι όλοι εμείς οι ηθοποιοί». Αυτό με ενέπνευσε. Είχα και μια αδελφή που με παρακίνησε να το ιδρύσω. Κατάφερα να δημιουργήσω ένα σπίτι όπου ζουν, κοιμούνται, τρώνε αλλά και περιστασιακά παίζουν παραστάσεις ηθοποιοί που δυσκολεύονται οικονομικά. Απορώ με τον εαυτό μου, γιατί ενώ δεν ήμουν ικανή να τελειώσω ούτε ένα κέντημα, αυτό είναι το μόνο που ολοκλήρωσα στη ζωή μου. Και μου δίνει μεγαλύτερη χαρά όταν με συναντάει ο κόσμος στον δρόμο και ακούω «μπράβο» γι’ αυτήν την πρωτοβουλία. Γίνονται πάρα πολλές θυσίες, μεγάλη προσπάθεια για να καλύψουμε τα έξοδα της λειτουργίας αυτού του σπιτιού.

● Κύριε Μιχαηλίδη, εσείς έρχεστε για πρώτη φορά; Πώς γνωριστήκατε;

Μ.: Παρακολουθώ αυτή την επίπονη ιστορία από την αρχή. Με την Αννα γνωριστήκαμε όταν βρισκόμουν στο πικ μιας κίνησης που έκανα με πρωτοποριακά έργα το ’90.
Φ.: Καταπληκτικό θέατρο.
Μ.: Θυμάσαι, Αννα; Εκεί ήρθες και είδες μια παράσταση, γύρω στο ’97, που σ’ εντυπωσίασε. Ηταν το «Θέατρο στα μούτρα».
Φ.: Σε τέτοια έργα ήθελα κι εγώ να παίζω.
Μ.: Είναι φυσικό, γιατί ήσουνα στέλεχος στο θέατρο «Προσκήνιο» του Αλέξη Σολωμού, το οποίο σε ανύποπτο χρόνο ανέβαζε παραστάσεις των Ζενέ, Καύκα και το ρεπερτόριο του παραλόγου. Η σχέση μας μετά συνεχίστηκε στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, όπου σε προσκάλεσα και παρουσίασες τη «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αρμπούζοφ με τον Γιάννη Καρατζογιάννη, το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια, το 2002, ανεβάσαμε τη «Γλυκιά μου Ιρμα» στο ΚΘΒΕ. Το σκηνοθέτησα εγώ με μουσική του Τάσου Καρακατσάνη, χορογραφία του Κ. Ρήγου και μ’ ένα εξαιρετικό επιτελείο ηθοποιών.

● Αρα η γνωριμία σας έγινε πριν από περίπου 23 χρόνια.

Φ.: Τον Πέρη δεν τον γνώριζα καλά, αλλά τον θαύμαζα γιατί είχα παρακολουθήσει διάφορες παραστάσεις του. Εκείνο που με τρελαίνει είναι οι χώροι που βρίσκει. Ανακαλύπτει γκαράζ, υπόγεια, απίστευτους χώρους γιατί δεν υπάρχουν πια χρήματα για μεγάλα θέατρα. Γι’ αυτό στο διπλανό κτίριο που επεκτείνεται τώρα το «Σπίτι του Ηθοποιού» θα υπάρχει και θεατρική σκηνή, όπου θα έρχονται σκηνοθέτες σαν τον Πέρη ώστε να κάνουν πρωτοποριακά πράγματα, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο.
Μ.: Αννα, θέλω να προσθέσω ότι εδώ και πολλά χρόνια είχα αποφασίσει να κάνω θέατρο έξω από τα τείχη. Εκανα παραστάσεις στον Φούρνο, στο Μπουζ, στο Συνεργείο, στο Beton 7 και φυσικά στα ναυπηγεία στο Πέραμα.

● Είστε, όμως, και οπαδός του Μπέργκμαν. Σας έχει επηρεάσει η λιτότητά του;

Μ.: Πολύ, αλλά όχι μόνο. Εχω διαφόρων ειδών επιρροές. Παρακολουθώ πολύ σινεμά. Πήγαινα στα παλιά της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησα αυτόν τον δρόμο, με τις σκιές που περιγράφονται στον Ντοστογιέφσκι, τον Κορτές και τον Μπέργκμαν.

● Ηταν, όμως, και ο εραστής του δυσπρόσιτου.

Μ.: Υπάρχει μια διαφορά: όταν σκηνοθετώ στα κρατικά θέατρα ή σε ΔΗΠΕΘΕ, ο στόχος μου είναι τα έργα που παρουσιάζω να είναι για όλο τον κόσμο. Οταν αναλαμβάνω προσωπικά το κόστος και το παρουσιάζω σε ειδικούς χώρους, εκεί πέρα δεν με νοιάζει καθόλου να είναι για κάθε κοινό – αν θέλετε, κάνουμε μια πιο εξειδικευμένη παράσταση, έχει πιο πολλή έρευνα. Οταν είμαι, όμως, σε κρατικό θέατρο, εκεί το υπολογίζω. Και αυτό αποδεικνύεται κάθε φορά.
Φ.: Ωραίοι, όμως, είναι, Πέρη, και οι Ελληνες συγγραφείς.
Μ.: Βεβαίως, οι Ελληνες συγγραφείς είναι η μεγάλη μου αδυναμία. Εχω παρουσιάσει Ξενόπουλο, Κορομηλά, Κεχαΐδη.

● Πώς είναι η σχέση συγγραφέα και σκηνοθέτη;

Φ.: Επειδή έχω δουλέψει με πολύ καλούς σκηνοθέτες, Σολωμό, Βολανάκη κ.λπ., εμπιστεύομαι πάντα τον σκηνοθέτη. Διαβάζω, βέβαια, το έργο και πολλά από τα στοιχεία του, αλλά αφήνομαι στον σκηνοθέτη. Τον θεωρώ αρχιμάστορα. Και όποτε έγινε αυτό, πέτυχα κιόλας. Ο Πέρης όταν σκηνοθετεί σε μεταμορφώνει. Ερχεται πολύ οργανωμένος, ξέρει τι θα σου πει και πότε.

● Πώς βλέπετε τις προοπτικές στο σύγχρονο θέατρο;

Μ.: Εγώ είμαι βουτηγμένος στο σύγχρονο θέατρο, το οποίο και διδάσκω στη σχολή, στους «Μοντέρνους Καιρούς». Από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. Το σημερινό ρεπερτόριο δεν είναι τόσο πρόσφορο, γι’ αυτό υπάρχει και μια στροφή στο κλασικό. Και έχουμε το θέμα της αποδόμησης, το οποίο κατακρεουργεί το κείμενο με αποτέλεσμα να μην μπορείς να παρακολουθήσεις ποιο έργο είναι.
Φ.: Ειδικά αν δεν έχεις διαβάσει το κείμενο.
Μ.: Θεωρώ ότι το κείμενο είναι το κύριο. Τα κείμενα αναζητούν και τον κατάλληλο ηθοποιό.
Φ.: Παλιά, ο Σακελλάριος έβλεπε τον Ντ. Ηλιόπουλο και μόνο που τρώγανε στη Φωκίωνος Νέγρη ήταν έμπνευση να γράψει ένα έργο για τον Ντίνο, για τον Αυλωνίτη… Ενώ οι νέοι ηθοποιοί δεν εμπνέουν τόσο. Η τηλεόραση επηρεάζει πολύ για να πάει κάποιος σήμερα να δει μια παράσταση.

● Αφού θυμηθήκαμε τους παλιούς ηθοποιούς, να μου πείτε δυο λόγια για την Κατερίνα Ανδρεάδη, που δίπλα της μάθατε την τέχνη.

Φ.: Είναι η καλλιτεχνική μου μάνα. Πιστεύω ότι βοηθούσε πάρα πολύ νέους ανθρώπους που να τους πίστευε. Θυμάμαι αγόραζε ρούχα μόνο για ρόλους. Η ίδια φορούσε το δικό της παλτό επί δεκαετίες. Με έπαιρνε μαζί της στο Παρίσι, για να αγοράσει θεατρικά κοστούμια, επειδή γνώριζα Γαλλικά από τις Καλόγριες, όπου φοίτησα. Ηταν δοσμένη στο θέατρο, ήταν ο έρωτάς της, τα πάντα. Μου είχε διδάξει ότι το θέατρο είναι μοναστηριακός βίος. Για λίγο καιρό πρέπει να ζεις πάνω στον ρόλο που θα παίξεις. Το μόνο πράγμα που με γεμίζει και με κάνει να ξεχνιέμαι είναι να πάω να δω μια ωραία, θεατρική παράσταση. Πέρη, θέλω να παίξω στο «Λα Μάμα» και να το σκηνοθετήσεις εσύ.
Μ.: Είναι στο χέρι μας να το πραγματοποιήσουμε κάποια μέρα. Την Αννα, με τη διαδρομή που έχει, τη θεωρώ μια σχολή και κυρίως την απολαμβάνω, με το χιούμορ της και το κριτήριό της, σαν θεατή.

● Παρακολουθούμε σήμερα έναν φορμαλισμό στο θέατρο;

Μ.: Λείπει το βαθύ συναίσθημα. Η συγκίνηση που πρέπει να προκαλεί το θέατρο στον θεατή.
Φ.: Θυμάμαι, παλιά, που έπαιζα πρωταγωνιστικούς ρόλους στον κινηματογράφο, με παρακάλεσε ο Βασίλης Αυλωνίτης να εισηγηθώ ώστε να παίζει κι αυτός κάποιους ρόλους βοηθητικούς για ένα μεροκάματο. Πραγματικά, τον βοήθησα και μια μέρα όταν του διηγήθηκα την υπόθεση ενός έργου, ότι ένας πλούσιος ερωτεύτηκε μια φτωχιά κοπέλα, αλλά δυστυχώς οι δικοί του δεν τον άφηναν να την παντρευτεί, άκουσα ξαφνικά λυγμούς. Τον ρώτησα: «Βασίλη, πονάς πουθενά;» και μου απάντησε: «Καλά, δεν θα την πάρει αυτός την καημένη την κοπέλα;». Είχε μπει ήδη μέσα στον ρόλο. Εβλεπα με δέος όλη αυτήν τη γενιά των ηθοποιών με τους οποίους έτυχε να παίξω, π.χ. τον Χατζηχρήστο, τον Ηλιόπουλο κ.ά.

● Μια και είστε δάσκαλος στους «Μοντέρνους Καιρούς», τι προσόντα πρέπει να έχει ένας δάσκαλος;

Μ.: Είμαι υπέρ της θεωρίας και της πράξης της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης. Θεωρώ ότι η γνώση πρέπει να διανέμεται εξίσου, χωρίς διακρίσεις. Οι άριστοι δεν είναι στη σχολή αλλά στο επάγγελμα. Ενας μαθητής πρέπει να παίρνει την τεχνική απ’ όλους τους δασκάλους. Για μένα δεν υπάρχουν ευνοούμενοι μαθητές. Δίνω έναν βαθμό σε όλη την τάξη. Είναι άποψη. Τα προσόντα που πρέπει να ’χει ένας καθηγητής είναι για μένα υπομονή, μια συνολική γνώση, όχι μόνο στο θέατρο αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με αυτό. Να έχει χιούμορ και μια απέραντη αγάπη σ’ όλα αυτά τα παιδιά.

● Οταν ένας υποψήφιος ηθοποιός σε μια σχολή, πριν ακόμη αποφοιτήσει και χωρίς να πάρει άδεια, μπορεί να παίξει, δεν είναι αρνητικό για τον χώρο;

Μ.: Πιστεύω ότι ένα παιδί πρέπει να κάνει οπωσδήποτε 3 χρόνια φοίτηση. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα πρέπει να μεταλάβει όλη τη γνώση για το κλασικό ρεπερτόριο, το σύγχρονο, τη θεατρολογία, τη σωματική άσκηση, το τραγούδι κ.λπ.
Φ.: Εμείς, εδώ στο σπίτι του ηθοποιού, έχουμε ηθοποιούς πάρα πολύ καλούς, γι’ αυτό και ανεβάσαμε μια παράσταση που όσοι την είδαν έμειναν έκπληκτοι.

● Πώς βλέπετε τις προοπτικές του θεάτρου με την κρίση του κορονοϊού;

Φ.: Στο θέατρο θα πάθουμε πανωλεθρία. Τώρα οι παραγωγοί που έχουνε μεγάλα θέατρα θα πρέπει να παίζουν με τα μισά άτομα, οπότε τι θα κερδίζουν; Πρέπει να γραφτούν ειδικά έργα για τις συνθήκες που πρέπει να ακολουθούμε παίζοντας μια παράσταση, με αφορμή αυτήν την πανδημία.
Μ.: Μπορεί η πανδημία να είναι προάγγελος της επιστροφής στην ταπεινότητα, στην ουσία και στη βαθύτερη δυναμική του επαγγέλματός μας. Εχω μόνο μία απόλυτη βεβαιότητα: το μέλλον του θεάτρου δεν είναι η τεχνολογία, αλλά η συνάντηση δυο ατόμων, πληγωμένων, μοναχικών, επαναστατών. Με αφορμή αυτό το απόσπασμα από μια επιστολή του Εουτζένιο Μπάρμπα, αυτή την περίοδο της πανδημίας το θέατρο προσφέρθηκε διαδικτυακά δωρεάν με τη μορφή της αλληλεγγύης. Πιστεύω, ωστόσο, αν συνεχιστεί και μάλιστα σε οργανωμένη βάση –εταιρείες που θα μαγνητοσκοπούν ή θα μεταδίδουν ζωντανά παραστάσεις και θα τις διακινούν στο διαδίκτυο– θα αποτελέσει και τον θάνατο του θεάτρου. Το θέατρο είναι ζωντανή τέχνη, δημιουργεί μαγεία – είναι σώμα και αίμα και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η κάμερα μπορεί να μεταφέρει την ανάσα του ηθοποιού που ενώνεται με τους θεατές. Το θέατρο στην πορεία του ενσωμάτωσε σαν ζωντανή τέχνη την ιστορία, την επιστήμη, τη σκέψη, τη ρήξη με τις κατεστημένες αξίες. Η τεχνολογία δεν μπορεί να το υποκαταστήσει. Θα μπορούσε, όμως, να χρησιμοποιηθεί για τη μαγνητοσκόπηση των παραστάσεων που προορίζονται για το αρχείο θεάτρων. Ας αφήσουμε το θέατρο σε αυτόν τον ιδιαίτερα μοναχικό, μαγευτικό του δρόμο, και το διαδίκτυο στον κοινωνικό του ρόλο.

● Με το Θεατρικό Μουσείο συνεργάζεστε;

Φ.: Πρέπει να ξανασυσταθεί το Θεατρικό Μουσείο, γιατί έχει πραγματικούς θησαυρούς του θεάτρου: ρούχα, αντικείμενα ηθοποιών κ.λπ. Είμαι η μόνη που δεν πήρα πίσω τα κοστούμια της κυρίας Κατερίνας. Κι επειδή έχω ρούχα κορυφαίων ηθοποιών εδώ, προτίθεμαι αν ξαναβρεθεί χώρος να τα χαρίσω στο μουσείο. Ακόμα και να διαθέσω ανθρώπους να ανακαινίσουν τον παλιό χώρο για να μπορέσει να ξαναλειτουργήσει. Είναι ντροπή στην Ελλάδα, που γέννησε το θέατρο, να μην υπάρχει το Θεατρικό Μουσείο. Ολα τα έγγραφα τα ’χουν φάει τα ποντίκια, έκλεισαν και τη βιβλιοθήκη. Κάνουμε έκκληση εμείς να το αναλάβουμε.
Μ.: Πρέπει να διασωθεί το Μουσείο γιατί είναι μια κιβωτός. Είναι ντροπή να μην μπορούμε να γνωρίσουμε την ιστορία του θεάτρου. Τις γενιές των Ελλήνων ηθοποιών.
Φεύγοντας, επισκεφθήκαμε όλους τους ορόφους που έχουν τα ονόματα κορυφαίων ηθοποιών. Νιώθαμε τα αποτυπώματά τους - πάνω στο γραφείο του Αλέξη Μινωτή, στην καρέκλα της Ελένης Ζαφειρίου, στο κρεβάτι του Ανδρέα Μπάρκουλη κ.ά. Ηταν μια αξέχαστη παράσταση.