Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σπούδασα στη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην Ακαδημία της Ρώμης και παρακολούθησα σεμινάρια με το Γκροτόφσκι και τους συνεργάτες του. Εργάστηκα ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτησα στις Κρατικές σκηνές, στο ελεύθερο θέατρο, δημιούργησα το "Θέατρο Μηχανή", έπαιξα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα διδάσκω υποκριτική.

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Δεκέμβριος 2023 - Θέατρο Φούρνος - The Dreamers

«The Dreamers»

(Οι Ονειροπόλοι)

του Gilbert Adair

 

Ο συγγραφέας & μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης και ο σκηνοθέτης Πέρης
Μιχαηλίδης παρουσιάζουν στο Θέατρο Φούρνος το έργο του Gilbert Adair «The Dreamers» (Οι Ονειροπόλοι), από τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023 και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.  

 

Πρόκειται για ένα έργο περί πολιτικής, ερωτισμού, πάθους για τον κινηματογράφο, με ανατρεπτικό  χιούμορ, τοποθετημένο στην έκρηξη του γαλλικού Μάη του ᾽68. 





 

Υπόθεση 


Παρίσι, Μάης του ᾽68. Ένας Αμερικάνος φοιτητής ο Μάθιου περνάει το μεγαλύτερο μέρος από τον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθώντας ταινίες στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας. Εκεί θα γνωρίσει δύο αδέρφια, τον Τεό και την Ιζαμπέλ, και θα ξεκινήσει μαζί τους ένα περιπετειώδες παιχνίδι υπαρξιακών και σινεφίλ αναζητήσεων, ενώ παράλληλα συμμετέχουν στην εξέγερση του Μάη του ’68. 

 

Όπως και στην ταινία του Bernardo Bertolucci «The Dreamers», που βασίστηκε στο βιβλίο του Gilbert Adair, παρακολουθούμε το παρασκήνιο του επαναστατικού κινήματος του Μάη που επικεντρώνεται στη δράση των ηρώων να επιδίδονται σε αναπαραστάσεις σκηνών από τις αγαπημένες τους ταινίες, καθώς και στις ερωτικές τους αναζητήσεις. 

 

Η παράσταση είναι οδοιπορικό στο Παρίσι του ’68 με έντονες σινεφίλ αναφορές αλλά και μουσικές της εποχής που ερμηνεύονται ζωντανά στη σκηνή. Παρακολουθεί σαν κάμερα - στυλό την κοινωνικοπολιτική αναταραχή της εξέγερσης του Μάη μέσα από το βλέμμα των ηρώων του έργου και είναι αφιερωμένη στη nouvelle vague των Ζαν - Λυκ Γκοντάρ και Φρανσουά Τρυφώ, στον έρωτα, στα χαμένα όνειρα, στα θεωρητικά κείμενα και τα συνθήματα του Μάη του ᾽68, αλλά και σε όλο τον κόσμο που αναζητά σήμερα κοινωνική δικαιοσύνη.  


Η ταυτότητα της παράστασης

 

Μετάφραση - διασκευή : Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης 


Σκηνοθεσία : ΠέρηςΜιχαηλίδης 


Κοστούμια : Δέσποινα Χειμώνα 


Μουσική σύνθεση : ΔημήτρηςΔημάκης 


Φωτογράφιση - βίντεο : Χλόη Ακριθάκη 

Χορογραφία : Μαρία Μάργαρη        


Βοηθός σκηνοθέτη : Ειρήνη Παραπαρέκη 

                                 
                                  Μαρία Μάργαρη  


Επικοινωνία : Νατάσα Παππά 

 

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί : 

Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα, Δημήτρης Δημάκης 

Στο βίντεο παίζει ο Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης 

 


Πληροφορίες παράστασης 

Χώρος : Θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα 114 72) 

Τηλ.: 210 6460748 / https://fournos-culture.gr/el/ 

Ημέρες & ώρα παραστάσεων: Δευτέρα στις 21:00, Τρίτη στις 21:00 

Τιμές εισιτηρίων : 12 ευρώ(κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, θεατών άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (ατέλειες)  

Διάρκεια παράστασης : 50 λεπτά 

Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων :

 

Ευχαριστούμε τον φίλο Γιώργο Αντύπα για τη στήριξή του, 
την Αιμιλία Βασιλακάκη  και την ΑΜΚΕ «Αντιγόνη», τη Ντοντό και τον Μάνθο Σαντοριναίο 
και τη Βαλέρια Χριστοδουλίδου για τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση αυτής της παράστασης.  




 Συνέντευξη στο DOCUMENTO και την 

Πέρης Μιχαηλίδης: 
Ο αγώνας των σπουδαστών των δραματικών σχολών 
ήταν η αφορμή για το «The Dreamers»

 


 Η συζήτηση μας με τον Πέρη Μιχαηλίδη χρειάστηκε να διακοπεί αρκετές φορές από τα γέλια και τις συνεχείς αναφορές στον κινηματογράφο που τόσο αγαπάει. Κατόπιν προτροπής του είδα τα «Πεσμένα φύλλα» του Ακι Καουρισμάκι και είχε δίκιο που μου μίλησε για ποίηση.  Φέτος, επιστρέφει στο Θέατρο Φούρνος σκηνοθετώντας το «The Dreamers». Ένα οδοιπορικό στο Παρίσι του ’68 με έντονες σινεφίλ αναφορές αλλά και μουσικές της εποχής που ερμηνεύονται ζωντανά στη σκηνή. Μια βουτιά στη nouvelle vague των Φρασνσουά Τρυφώ και Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Την προηγούμενη χρονιά βρέθηκε στο πλευρό των σπουδαστών των δραματικών σχολών και συγκινήθηκε από το πάθος τους. Αυτό στάθηκε και η αφορμή της παράστασης. Ως ηθοποιός και σκηνοθέτης εργάστηκε για χρόνια στο ΚΘΒΕ, στο Εθνικό, στα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ αλλά και στο ελεύθερο θέατρο. Στο «Ναυάγιο» του Mega υποδύεται τον πλοιοκτήτη. Ένας ρόλος εντελώς κόντρα σε ό,τι ο ίδιος πρεσβεύει. Υπάρχει μια περίεργη ιστορία που τον συνδέει με αυτό το ναυάγιο. Η άφιξη του στην Ελλάδα από την Αλεξάνδρεια σημαδεύτηκε από αυτό το γεγονός. Ίσως για αυτό σε όλη του τη ζωή αγωνίζεται για δικαίωση.

Μέσα από τις ζωές τριών νέων ανθρώπων στο «The Dreamers» παρακολουθούμε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις όπως διαμορφώθηκαν τον Μάη του ΄68. Γιατί τώρα αυτό το έργο;

Το χειμώνα που μας πέρασε βρέθηκα έξω από το Εθνικό θέατρο κτήριο του Τσίλλερ που το είχαν καταλάβει οι σπουδαστές των δραματικών σχολών διαμαρτυρόμενοι για την εξίσωση των πτυχίων μας με τα πτυχία της Γ’ Λυκείου. Εκεί είδα τον αγωνιστικό παλμό των νέων παιδιών να διεκδικούν με αποφασιστικότητα τα αιτήματά τους, τραγουδώντας Χατζιδάκι και Θεοδωράκη κι άλλοτε απαγγέλλοντας ποιήματα του Αναγνωστάκη, του Ρίτσου και δικά τους. Αυτό ήταν πολύ συγκινητικό και σκέφτηκα ότι είναι σημαντικό να φέρουμε στη σκηνή ενός θεάτρου την ελπίδα μιας ολόκληρης γενιάς φοιτητών, την «έφοδο στην ουτοπία» που εκφράστηκε με τον Μάη του ’68. Επίσης αυτό τον καιρό κυκλοφορούν στη Αθήνα δυο σκηνοθέτες που εκτιμώ πολύ, ο Κουστουρίτσα που δήλωσε ότι «όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε σινεμά θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο» και «οι πραγματικοί καλλιτέχνες είναι με το μέρος της δικαιοσύνης» κι ο Μπομπ Ουίλσον ο οποίος δήλωσε ότι «Δεν πρέπει να κάνουμε θέατρο αν δεν μπορούμε να γελάσουμε». Αυτά με ώθησαν να φορέσω πάλι το αμπέχονο του σκηνοθέτη, να συνεργαστώ με τον Ίκαρο Μπαμπασάκη που διασκεύασε το έργο του Γκιλμπερτ Αντερ και να κάνω μια παράσταση βαθιά σινεφίλ που θίγει το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, με χιούμορ αλλά και με μήνυμα όπως λέγαμε παλιά.

Θα υπάρξουν αναφορές και στην χαρακτηριστική σκηνή του «Bande a part» με τους τρεις νέους να τρέχουν στο Λούβρο;

Ολόκληρη η ταινία «Bande a part» του Γκοντάρ και φυσικά η συγκεκριμένη σκηνή είναι οδηγός για την παράσταση: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι περιπλανώνται στο εξεγερμένο Παρίσι μέσα από σινεφίλ αναφορές όπως κι οι περισσότερες ταινίες του Γκοντάρ εκείνης της περιόδου. Η παράσταση γενικά ακολουθεί το στυλ του Γκοντάρ στη δομή και την εξέλιξη, αυτό που έφερε η νουβέλ βαγκ στο μοντάζ των ταινιών, δηλαδή την αντίστιξη, ( jump cuts ) την ασυνέχεια, την κυνική επίθεση στη φόρμα, αλλά παράλληλα μένει προσηλωμένη στην αφήγηση και την ευαισθησία. Κι όσον αφορά το περιεχόμενο η παράσταση ακολουθεί την επιρροή του Γκοντάρ από τον Μπρεχτ και χρησιμοποιεί  διάφορα είδη όπως φιλμ νουάρ, βαριετέ, θέατρο ντοκουμέντο με έφεση στο ανατρεπτικό χιούμορ.

Στο κείμενο του Γκίλμπερτ Αντέρ και έπειτα στην ταινία του Μπερτολούτσι η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη είναι αν όχι επιτακτική σίγουρα επιβεβλημένη. Υπάρχει δικαιοσύνη στις μέρες μας; Νιώθετε τα συνθήματα του Μάη του ΄68 να θέλουν πάλι να ακουστούν;

Μερικά από τα συνθήματα που γράφτηκαν στους τοίχους του Παρισιού ήταν «κάτω από το λιθόστρωτο είναι η παραλία», «φαντασία στην εξουσία», «γρήγορα απλώς γρήγορα, τίποτε άλλο, γρήγορα». Και στη συνέχεια όλα όσα προσπάθησε κι ονειρεύτηκε η καταστασιακή διεθνής επηρεασμένη από τη ντανταϊστική επιθετικότητα και τα κείμενα του Χέγκελ και του Μαρξ. Το κείμενο του Γκυ Ντεμπορ «Η κοινωνία του θεάματος» ενορχήστρωσε θεωρητικά αυτή την παράφορη ποίηση της γιορτής μαζί με το Σαρτρ τον Φουκώ τον Ζενέ κι ένα μεγάλο μέρος της γαλλικής διανόησης. Τα συνθήματα της εξέγερσης του Μάη του ’68 ανήκουν στην εποχή τους,  σήμερα χρειάζονται διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις.

Γράφετε στο σημείωμα σας πως η παράσταση είναι αφιερωμένη στη nouvelle vague των Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και Φρανσουά Τρυφώ αλλά και στον έρωτα, στα χαμένα όνειρα. Μπορεί ποτέ τα όνειρα να είναι χαμένα;

Η nouvelle vague o Γκοντάρ ο Τρυφώ, το free cinema στην Αγγλία και στην πατρίδα μας  ο Αγγελόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Κουν, ο Ρίτσος, ο Καμπανέλλης  πρόσφεραν στην τέχνη, αυτό που ακολούθησε είναι τα χαμένα όνειρα..

Και ο έρωτας; Χαμένος και αυτός;

Η ταινία του Παβλικόφσκι «Ψυχρός πόλεμος» και ταινία του Ακι Καουρισμάκι «Πεσμένα φύλλα» μου θύμισαν τι σημαίνει παράφορος έρωτας η πρώτη, κι δεύτερη τι σημαίνει ενσυναίσθηση κι αλληλεγγύη, κατά τα  άλλα «ο έρωτας δεν διαρκεί πολύ και μετατρέπεται σε αξιοπρεπή αγάπη» κατά τον Ιρβιν Γιάλομ κι απαντάται κυρίως στους ρομαντικούς Βολφανγκ Γκαίτε,  Γκούσταβ Μαλερ  και φυσικά στον Δημήτρη Μητροπάνο.

Επιστροφή στο Θέατρο Φούρνος μετά από πολλά χρόνια όταν ακόμα σκηνοθετούσατε και παίζατε με την εταιρεία Θεάτρου Μηχανή. Καλλιτεχνικός επαναπατρισμός ή πολιτική στάση να παίξετε σε μια πιο μικρή Σκηνή;

Δεν έκρυψα ποτέ  την αγάπη μου και την αφοσίωσή μου στις «μικρές» σκηνές και αγωνίστηκα το ’14 για να μην τις κλείσουν… Στη διαδρομή μου υπάρχει το θεατρικό μου σπίτι που είναι το Κρατικό θέατρο βορείου Ελλάδος και η ιστορική εταιρεία «θεάτρου Μηχανή» με την οποία ξεκίνησα από το Φούρνο το ’92, μετά το θέατρο Μηχανή – Booze το ’96, αργότερα στο Beton7 και σε αντίστοιχους χώρους. Τώρα επιστροφή στον τόπο που ξεκίνησαν όλα επηρεασμένος πάντα από αντίστοιχες κινήσεις στην Αγγλία και τη Γαλλία του ’70 για ένα θέατρο χωρίς επιδότηση, με μια μικρή χορηγία και συγκινητική στήριξη από τρεις νέους ηθοποιούς κι όλους τους συνεργάτες που συμμετέχουν στην παράσταση να μου αποδεικνύουν κάθε μέρα ότι για να κάνεις θέατρο -όπως το ονειρεύεσαι -τα λεφτά δεν είναι η προτεραιότητα. Μπορεί αυτό να είναι για μένα ο απόηχος της ρομαντικής εποχής που περιγράφει το έργο που παρουσιάζω κι ο «Φούρνος» με τους ανθρώπους του – γι’ αυτό και τον επέλεξα- έχει τη ρομαντική διαδρομή στα 31 χρόνια που λειτουργεί για να δεχτεί και να στηρίξει αυτή την παράσταση ως καλλιτεχνική πράξη.

Στο «Ναυάγιο» υποδύεστε τον κακό της ιστορίας. Μια σειρά μυθοπλασίας που όμως βασίζεται στο αληθινό ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειον» στη Φαλκονέρα. Θέλω να μου πείτε για τον ρόλο σας και αν τελικά θα υπάρξει δικαίωση

Το ’66 μόλις είχαμε έρθει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όταν συνέβη το ναυάγιο του Ηράκλειον στη Φαλκονέρα, όλη η εποχή τότε σημαδεύτηκε από αυτό το γεγονός. Σήμερα συναντώ ανθρώπους στο δρόμο- γιατί η σειρά έχει τεράστια λαϊκή απήχηση – που μου διηγούνται για συγγενείς τους που χάθηκαν στο ναυάγιο, μια υπόθεση απόλυτης ασυνειδησίας κι αμοραλισμού. Εγώ ερμηνεύω τον πλοιοκτήτη της εταιρείας και στα σχόλια στο διαδίκτυο εισπράττω όλη την αγανάκτηση και την αποστροφή των απλών ανθρώπων που παρακολουθούν το σήριαλ δηλαδή ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται στα Τέμπη όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν. Όσον αφορά τη δικαίωση ας αναζητήσουμε στον ημερήσιο Τύπο της εποχής και θα διαπιστώσουμε αν υπήρξε δικαίωση για ένα βαπόρι που ταξίδευε χωρίς άδεια όπως χαρακτηριστικά ομολόγησε ο Βασιλείου, ο ρόλος που ερμηνεύω.



Ταυτότητα Παράστασης

Μετάφραση – διασκευή : Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σκηνοθεσία : Πέρης Μιχαηλίδης
Κοστούμια : Δέσποινα Χειμώνα
Μουσική σύνθεση : Δημήτρης Δημάκης
Φωτογράφιση – βίντεο : Χλόη Ακριθάκη
Χορογραφία : Μαρία Μάργαρη
Βοηθός σκηνοθέτη : Ειρήνη Παραπαρέκη
Επικοινωνία : Νατάσα Παππά

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί :

Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα, Δημήτρης Δημάκης

Στο βίντεο παίζει ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Χώρος : Θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα 114 72)
Τηλ.: 210 6460748

Ημέρες & ώρα παραστάσεων : Δευτέρα στις 21:00, Τρίτη στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων : 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, θεατών άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (ατέλειες)
Διάρκεια παράστασης : 50 λεπτά



 

Πέρης Μιχαηλίδης: Ο αγώνας των σπουδαστών των δραματικών σχολών ήταν η αφορμή για το «The Dreamers»

DOCVILLEΕιρήνη Δρίβα - 05.12.2023

 

 


Η συζήτηση μας με τον Πέρη Μιχαηλίδη χρειάστηκε να διακοπεί αρκετές φορές από τα γέλια και τις συνεχείς αναφορές στον κινηματογράφο που τόσο αγαπάει. Κατόπιν προτροπής του είδα τα «Πεσμένα φύλλα» του Ακι Καουρισμάκι και είχε δίκιο που μου μίλησε για ποίηση.  Φέτος, επιστρέφει στο Θέατρο Φούρνος σκηνοθετώντας το «The Dreamers». Ένα οδοιπορικό στο Παρίσι του ’68 με έντονες σινεφίλ αναφορές αλλά και μουσικές της εποχής που ερμηνεύονται ζωντανά στη σκηνή. Μια βουτιά στη nouvelle vague των Φρασνσουά Τρυφώ και Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Την προηγούμενη χρονιά βρέθηκε στο πλευρό των σπουδαστών των δραματικών σχολών και συγκινήθηκε από το πάθος τους. Αυτό στάθηκε και η αφορμή της παράστασης. Ως ηθοποιός και σκηνοθέτης εργάστηκε για χρόνια στο ΚΘΒΕ, στο Εθνικό, στα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ αλλά και στο ελεύθερο θέατρο. Στο «Ναυάγιο» του Mega υποδύεται τον πλοιοκτήτη. Ένας ρόλος εντελώς κόντρα σε ό,τι ο ίδιος πρεσβεύει. Υπάρχει μια περίεργη ιστορία που τον συνδέει με αυτό το ναυάγιο. Η άφιξη του στην Ελλάδα από την Αλεξάνδρεια σημαδεύτηκε από αυτό το γεγονός. Ίσως για αυτό σε όλη του τη ζωή αγωνίζεται για δικαίωση.

Μέσα από τις ζωές τριών νέων ανθρώπων στο «The Dreamers» παρακολουθούμε τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις όπως διαμορφώθηκαν τον Μάη του ΄68. Γιατί τώρα αυτό το έργο;

Το χειμώνα που μας πέρασε βρέθηκα έξω από το Εθνικό θέατρο κτήριο του Τσίλλερ που το είχαν καταλάβει οι σπουδαστές των δραματικών σχολών διαμαρτυρόμενοι για την εξίσωση των πτυχίων μας με τα πτυχία της Γ’ Λυκείου. Εκεί είδα τον αγωνιστικό παλμό των νέων παιδιών να διεκδικούν με αποφασιστικότητα τα αιτήματά τους, τραγουδώντας Χατζιδάκι και Θεοδωράκη κι άλλοτε απαγγέλλοντας ποιήματα του Αναγνωστάκη, του Ρίτσου και δικά τους. Aυτό ήταν πολύ συγκινητικό και σκέφτηκα ότι είναι σημαντικό να φέρουμε στη σκηνή ενός θεάτρου την ελπίδα μιας ολόκληρης γενιάς φοιτητών, την «έφοδο στην ουτοπία» που εκφράστηκε με τον Μάη του ’68. Επίσης αυτό τον καιρό κυκλοφορούν στη Αθήνα δυο σκηνοθέτες που εκτιμώ πολύ, ο Κουστουρίτσα που δήλωσε ότι «όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε σινεμά θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο» και «οι πραγματικοί καλλιτέχνες είναι με το μέρος της δικαιοσύνης» κι ο Μπομπ Ουίλσον ο οποίος δήλωσε ότι «Δεν πρέπει να κάνουμε θέατρο αν δεν μπορούμε να γελάσουμε». Αυτά με ώθησαν να φορέσω πάλι το αμπέχονο του σκηνοθέτη, να συνεργαστώ με τον Ίκαρο Μπαμπασάκη που διασκεύασε το έργο του Γκιλμπερτ Αντερ και να κάνω μια παράσταση βαθιά σινεφίλ που θίγει το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, με χιούμορ αλλά και με μήνυμα όπως λέγαμε παλιά.

Θα υπάρξουν αναφορές και στην χαρακτηριστική σκηνή του «Bande a part» με τους τρεις νέους να τρέχουν στο Λούβρο;

Ολόκληρη η ταινία «Bande a part» του Γκοντάρ και φυσικά η συγκεκριμένη σκηνή είναι οδηγός για την παράσταση: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι περιπλανώνται στο εξεγερμένο Παρίσι μέσα από σινεφίλ αναφορές όπως κι οι περισσότερες ταινίες του Γκοντάρ εκείνης της περιόδου. Η παράσταση γενικά ακολουθεί το στυλ του Γκοντάρ στη δομή και την εξέλιξη, αυτό που έφερε η νουβέλ βαγκ στο μοντάζ των ταινιών, δηλαδή την αντίστιξη, ( jump cuts ) την ασυνέχεια, την κυνική επίθεση στη φόρμα, αλλά παράλληλα μένει προσηλωμένη στην αφήγηση και την ευαισθησία. Κι όσον αφορά το περιεχόμενο η παράσταση ακολουθεί την επιρροή του Γκοντάρ από τον Μπρεχτ και χρησιμοποιεί  διάφορα είδη όπως φιλμ νουάρ, βαριετέ, θέατρο ντοκουμέντο με έφεση στο ανατρεπτικό χιούμορ.

Στο κείμενο του Γκίλμπερτ Αντέρ και έπειτα στην ταινία του Μπερτολούτσι η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη είναι αν όχι επιτακτική σίγουρα επιβεβλημένη. Υπάρχει δικαιοσύνη στις μέρες μας; Νιώθετε τα συνθήματα του Μάη του ΄68 να θέλουν πάλι να ακουστούν;

Μερικά από τα συνθήματα που γράφτηκαν στους τοίχους του Παρισιού ήταν «κάτω από το λιθόστρωτο είναι η παραλία», «φαντασία στην εξουσία», «γρήγορα απλώς γρήγορα, τίποτε άλλο, γρήγορα». Και στη συνέχεια όλα όσα προσπάθησε κι ονειρεύτηκε η καταστασιακή διεθνής επηρεασμένη από τη ντανταϊστική επιθετικότητα και τα κείμενα του Χέγκελ και του Μαρξ. Το κείμενο του Γκυ Ντεμπορ «Η κοινωνία του θεάματος» ενορχήστρωσε θεωρητικά αυτή την παράφορη ποίηση της γιορτής μαζί με το Σάρτρ τον Φουκώ τον Ζενέ κι ένα μεγάλο μέρος της γαλλικής διανόησης. Τα συνθήματα της εξέγερσης του Μάη του ’68 ανήκουν στην εποχή τους,  σήμερα χρειάζονται διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις.

Γράφετε στο σημείωμα σας πως η παράσταση είναι αφιερωμένη στη nouvelle vague των Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και Φρανσουά Τρυφώ αλλά και στον έρωτα, στα χαμένα όνειρα. Μπορεί ποτέ τα όνειρα να είναι χαμένα;

Η nouvelle vague o Γκοντάρ ο Τρυφώ, το free cinema στην Αγγλία και στην πατρίδα μας  ο Αγγελόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Κουν, ο Ρίτσος, ο Καμπανέλλης  πρόσφεραν στην τέχνη, αυτό που ακολούθησε είναι τα χαμένα όνειρα..

Και ο έρωτας; Χαμένος και αυτός;

Η ταινία του Παβλικόφσκι «Ψυχρός πόλεμος» και ταινία του Ακι Καουρισμάκι «Πεσμένα φύλλα» μου θύμισαν τι σημαίνει παράφορος έρωτας η πρώτη, κι δεύτερη τι σημαίνει ενσυναίσθηση κι αλληλεγγύη, κατά τα  άλλα «ο έρωτας δεν διαρκεί πολύ και μετατρέπεται σε αξιοπρεπή αγάπη» κατά τον Ιρβιν Γιάλομ κι απαντάται κυρίως στους ρομαντικούς Βολφανγκ Γκαίτε,  Γκούσταβ Μαλερ  και φυσικά στον Δημήτρη Μητροπάνο.

Επιστροφή στο Θέατρο Φούρνος μετά από πολλά χρόνια όταν ακόμα σκηνοθετούσατε και παίζατε με την εταιρεία Θεάτρου Μηχανή. Καλλιτεχνικός επαναπατρισμός ή πολιτική στάση να παίξετε σε μια πιο μικρή Σκηνή;

Δεν έκρυψα ποτέ  την αγάπη μου και την αφοσίωσή μου στις «μικρές» σκηνές και αγωνίστηκα το ’14 για να μην τις κλείσουν… Στη διαδρομή μου υπάρχει το θεατρικό μου σπίτι που είναι το Κρατικό θέατρο βορείου Ελλάδος και η ιστορική εταιρεία «θεάτρου Μηχανή» με την οποία ξεκίνησα από το Φούρνο το ’92, μετά το θέατρο Μηχανή – Booze το ’96, αργότερα στο Beton7 και σε αντίστοιχους χώρους. Τώρα επιστροφή στον τόπο που ξεκίνησαν όλα επηρεασμένος πάντα από αντίστοιχες κινήσεις στην Αγγλία και τη Γαλλία του ’70 για ένα θέατρο χωρίς επιδότηση, με μια μικρή χορηγία και συγκινητική στήριξη από τρεις νέους ηθοποιούς κι όλους τους συνεργάτες που συμμετέχουν στην παράσταση να μου αποδεικνύουν κάθε μέρα ότι για να κάνεις θέατρο -όπως το ονειρεύεσαι -τα λεφτά δεν είναι η προτεραιότητα. Μπορεί αυτό να είναι για μένα ο απόηχος της ρομαντικής εποχής που περιγράφει το έργο που παρουσιάζω κι ο «Φούρνος» με τους ανθρώπους του – γι’ αυτό και τον επέλεξα- έχει τη ρομαντική διαδρομή στα 31 χρόνια που λειτουργεί για να δεχτεί και να στηρίξει αυτή την παράσταση ως καλλιτεχνική πράξη.

Στο «Ναυάγιο» υποδύεστε τον κακό της ιστορίας. Μια σειρά μυθοπλασίας που όμως βασίζεται στο αληθινό ναυάγιο του πλοίου «Ηράκλειον» στη Φαλκονέρα. Θέλω να μου πείτε για τον ρόλο σας και αν τελικά θα υπάρξει δικαίωση.

Το ’66 μόλις είχαμε έρθει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όταν συνέβη το ναυάγιο του Ηράκλειον στη Φαλκονέρα, όλη η εποχή τότε σημαδεύτηκε από αυτό το γεγονός. Σήμερα συναντώ ανθρώπους στο δρόμο- γιατί η σειρά έχει τεράστια λαϊκή απήχηση – που μου διηγούνται για συγγενείς τους που χάθηκαν στο ναυάγιο, μια υπόθεση απόλυτης ασυνειδησίας κι αμοραλισμού. Εγώ ερμηνεύω τον πλοιοκτήτη της εταιρείας και στα σχόλια στο διαδίκτυο εισπράττω όλη την αγανάκτηση και την αποστροφή των απλών ανθρώπων που παρακολουθούν το σήριαλ δηλαδή ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται στα Τέμπη όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν. Όσον αφορά τη δικαίωση ας αναζητήσουμε στον ημερήσιο Τύπο της εποχής και θα διαπιστώσουμε αν υπήρξε δικαίωση για ένα βαπόρι που ταξίδευε χωρίς άδεια όπως χαρακτηριστικά ομολόγησε ο Βασιλείου, ο ρόλος που ερμηνεύω.

 

Ταυτότητα Παράστασης

Μετάφραση – διασκευή : Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης

Σκηνοθεσία : Πέρης Μιχαηλίδης

Κοστούμια : Δέσποινα Χειμώνα

Μουσική σύνθεση : Δημήτρης Δημάκης

Φωτογράφιση – βίντεο : Χλόη Ακριθάκη

Χορογραφία : Μαρία Μάργαρη

Βοηθός σκηνοθέτη : Ειρήνη Παραπαρέκη

Επικοινωνία : Νατάσα Παππά

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί :

Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα, Δημήτρης Δημάκης

Στο βίντεο παίζει ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Χώρος : Θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα 114 72)

Τηλ.: 210 6460748

Ημέρες & ώρα παραστάσεων : Δευτέρα στις 21:00, Τρίτη στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων : 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, θεατών άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (ατέλειες)

Διάρκεια παράστασης : 50 λεπτά

  


Πέρης Μιχαηλίδης: Ζούμε το τέλος της «εφόδου στην ουτοπία»

Κοσμοδρόμιο - 23/12/2023 - Βαγγέλης Μαρινάκης 

Ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης μιλάει για το έργο του Gilbert Adair «The Dreamers» που παρουσιάζει στο Θέατρο Φούρνος.

Ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης μιλάει στο Κοσμοδρόμιο για το έργο του Gilbert Adair «The Dreamers» που παρουσιάζει στο Θέατρο Φούρνος, ένα οδοιπορικό στην έκρηξη του γαλλικού Μάη του ᾽68, με έντονες σινεφίλ αναφορές αλλά και μουσικές της εποχής που ερμηνεύονται ζωντανά στη σκηνή και δραματουργικό «όχημα» την περιπετειώδη σχέση τριών νέων της περιόδου.

Πώς σας ήρθε η ιδέα της μεταφοράς του «The Dreamers» στο θέατρο; Υπήρξε κάποια αφορμή, κάποιο συγκεκριμένο έναυσμα ή πρόκειται για σχέδιο χρόνων;

Κανένα σχέδιο χρόνων και ούτε σχεδιάζω τι έργο θα ανεβάσω το 2032, κάθε εποχή σου δείχνει με τι και ποιο έργο της παγκόσμιας ή της ελληνικής δραματολογίας θα πρέπει ίσως να ασχοληθείς. Στον χειμώνα που πέρασε κυριάρχησαν οι κινητοποιήσεις των σπουδαστών των δραματικών σχολών για τα πτυχία τους και την εξίσωσή τους με το απολυτήριο Λυκείου.

Ήταν ένα θέμα για το μέλλον τόσων παιδιών που αποφάσισαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στο θέατρο κι ό,τι αφορά τις σπουδές γύρω από αυτό. Σκέφτηκα τη δική μου γενιά του ’70 που έζησε με χίλιες στερήσεις όσον αφορά τα βιβλία, την πληροφόρηση, την έλλειψη χρημάτων, έτσι θεώρησα ενδιαφέρον αυτή την εποχή που διανύουμε να έρθει στη σκηνή ενός -διαχρονικά πειραματικού- θεάτρου όπως είναι ο ‘’Φούρνος’’ ο άνεμος που διαπέρασε το Παρίσι κινητοποιώντας χιλιάδες φοιτητές, με οδηγούς τη διανόηση της εποχής όπως ο Σαρτρ, ο Φουκώ, ο Ζενέ, η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, ο Γκυ Ντεμπόρ. Να γίνει επίσης αναφορά στη νουβέλ βαγκ -των Ζαν Λυκ Γκοντάρ και Φρανσουά Τρυφό- που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διάρκεια του εξεγερμένου Μάη του ’68. Οι νέες παράτολμες ιδέες στην πολιτική του Μάη ζητούσαν επιτακτικά την εφαρμογή τους, οι κοινωνικές σχέσεις μπήκαν σε αμφισβήτηση, η τέχνη βγήκε στους δρόμους, οι ηθοποιοί της νουβέλ βαγκ Άννα Καρίνα, Ζαν Πιερ Λεό, ηγήθηκαν κινητοποιήσεων μαζί με τους σκηνοθέτες τους.

Η ιδέα του Μάη του ’68 που τη μετέφερε και ο Μπερτολούτσι στην ταινία του βασισμένος στο βιβλίο του Γκιλμπέρ Ανταίρ ‘’Οι Ονειροπόλοι’’ εστιάζοντας ωστόσο στον ερωτισμό μεταξύ των τριών νέων, ήταν μια ακόμη αφορμή για να ανεβάσω το έργο. Η παράσταση ακολουθεί το βιβλίο του Ανταίρ και με την αριστοτεχνική πέννα του Ίκαρου Μπαμπασάκη έγινε οδοιπορικό στο εξεγερμένο Παρίσι καταγράφοντας πολλές από τις πτυχές της εποχής διασκευάζοντας το κείμενο του συγγραφέα. 



Το «The Dreamers» έχει ιστορική αναφορά στο 1968. 55 χρόνια μετά, τι μπορεί να πει και τι φιλοδοξείτε να πει στη νεότερη γενιά ανθρώπων το έργο;

Η νέα γενιά αναζητά η ίδια χωρίς δεσμεύσεις τα δικά της πιστεύω και ιδανικά… μπορεί να αναζητήσει και να έρθει σε επαφή με τα κείμενα του Γκι Ντεμπόρ στην ‘’Κοινωνία του θεάματος’’ όπως και με ανάλογα κείμενα της εποχής που ανατρέπουν μια σειρά από κατεστημένα πράγματα δίνοντας το έναυσμα για την ‘’επίθεση στην ουτοπία’’ με τα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν και του Νιλ Γιανγκ, αλλά και με τον ύμνο των Led Zeppelin ‘’Stairway to heaven’’. Πιστεύω ότι η σημερινή μυστική υπόγεια διαδρομή που συνδέει με τον Μαη είναι αυτό που κάνει ο Λεξ εκφράζοντας με μελαγχολικά επαναλαμβανόμενο τρόπο τις διαψεύσεις των ονείρων μιας ολόκληρης γενιάς. Αυτή είναι κι η διαφοροποίηση του Μάη με το σήμερα, τότε έγινε η ‘’έφοδος στην ουτοπία’’ με το σύνθημα ‘’πάρτε τις επιθυμίες για πραγματικότητα’’ και αφέθηκαν στο όνειρο μετά ωστόσο ήρθε η απόλυτη διάψευση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Πόσο πιστοί επιλέξατε να είναι στο στιλ και τη ματιά του Γκοντάρ το έργο;

Η σκηνοθεσία ακολούθησε τη μέθοδο της δεύτερης περιόδου του Γκοντάρ αυτή της στράτευσης και την επιρροή του από από τη φουτουριστική κινηματογραφική γραφή του Τζίγκα Βερτόφ, με κολάζ διαφορετικών υλικών από διάφορα είδη θεάτρου αφήγηση, βαριετέ ,θέατρο ντοκουμέντο με αποσπασματικότητα και ασυνέχεια πολύ κοντά στη μέθοδο των fragments ενός άλλου δημιουργού του Γερμανού συγγραφέα Χάινερ Μύλλερ. Oι εναλλαγές των σκηνών με jump cuts αλά Γκοντάρ με post punk ανατρεπτικό χιούμορ οδηγούν την παράσταση σε ένα road movie σε κλειστό χώρο.

Οι τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί ‘’βουτηγμένοι’’ στις σινεφίλ αναφορές ζουν, αφηγούνται και παριστάνουν αποσπάσματα από ταινίες της νουβέλ βαγκ, αλλά και μορφές διαφόρων σταρς του Χόλιγουντ. Ένα μέρος της παράστασης είναι αφιερωμένο στην ουτοπία του Μάη με αναφορές στα συνθήματα, αλλά και στο κείμενο ‘’Η κοινωνία του θεάματος’’ του εμπνευστή του Μάη του ’68 Γκυ Ντεμπόρ.



Πόσο επίκαιρα είναι τα συνθήματα και τα σχέδια της γενιάς του ‘68; Έχουμε την εικόνα μιας Γαλλίας πολύ λιγότερο επαναστατικής σήμερα. Μήπως ο ατομικισμός και ο κυνισμός έχει διαρρήξει τη σχέση νιότης και εξέγερσης;

Η κάθε εποχή έχει τα δικά της συνθήματα. Τα συνθήματα του Μάη είχαν ένα παράφορο ρομαντισμό αυτόν που αγκάλιασε όλη τη δεκαετία του ’70 και τροφοδότησε την τέχνη με δημιουργούς όπως το ‘’θέατρο του Ήλιου’’ της Αριάν Μιουσκίν στη Γαλλία, Living Theatre, το La Mama στην Αμερική που πήραν το μήνυμα από την εξέγερση του Μάη και το μετέφεραν στο θέατρο. Στη σημερινή πραγματικότητα παρακολουθούμε την επέλαση του συντηρητισμού που σκορπάει απογοήτευση στους νέους σε ολόκληρη την Ευρώπη και τα συνθήματα του Μάη του ’68 φαντάζουν ρομαντική ουτοπία. Στη ζοφερή και πεσιμιστική πραγματικότητα που μας περιβάλλει ‘’μόνο η ποίηση δεν είναι σκουπίδια’’ θα έγραφε ο Ρομπέρτο Μπολάνιο .

Το εμβόλιμο video στο οποίο εμφανίζεται ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης τι ρόλο επιτελεί στο όλο δημιουργικό εγχείρημα;

Ο Ίκαρος είναι camarade -προσφώνηση του ήρωα του Κολτές στη ‘’Νύχτα πριν από τα δάση’’ το έργο που ανέβασα στο Φούρνο το ΄92- τον ακολουθώ πολλά χρόνια σε διάφορες εκδηλώσεις, ποιητικές βραδιές διαβάζοντας ως ηθοποιός ποίηση, πεζογραφία κι αυτό τον καιρό στις εκδηλώσεις κάθε Κυριακή στη Στέγη Bibliotheque στην πλατεία Εξαρχείων. Μαζί οργανώσαμε βραδιές στο Beton7 για το Beat generation, για τον Ουίλιαμ Μπάροουζ και πολλούς άλλους. Είναι ένας ακάματος συλλέκτης συναισθημάτων, με τον σάκο εκστρατείας γεμάτο από λογοτέχνες που έχει ή πρόκειται να μεταφράσει, έτοιμος να δεχτεί τη πιο παράτολμη πρόταση για συνεργασία. Θεωρώ ότι το στιλ και η περσόνα του Ίκαρου λείπουν από το σινεμά και το θέατρο. Του πρότεινα να παίξει τον πατέρα των δυο ηρώων του έργου έναν ‘’συντηρητικό αναρχικό’’ όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον ρόλο του.

Το εγχείρημα της κινηματογράφησης ανέλαβε η Χλόη Ακριθάκη που είχα μαζί της μια υπέροχη συνεργασία – η οποία έκανε τη φωτογράφηση και τα βίντεο της παράστασης. Η συνεργασία μαζί της μου δημιούργησε την αισιοδοξία ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με βαθιά κουλτούρα που μπορούν και δουλεύουν ακομπλεξάριστα, με αυτοθυσία έχοντας μοναδικό στόχο την επιτυχία μιας παράστασης. Θέλω να την ευχαριστήσω πολύ γι’αυτό.

Τέλος, παραφράζοντας το Σαρτρ σκέφτομαι ότι…’’ναι, η κόλαση είναι οι άλλοι, εκτός από τους αγαπημένους μας φίλους’’.

 

Πέρης Μιχαηλίδης : «Οι Ονειροπόλοι είναι μια έφοδος στην ουτοπία»

artplay.gr - 18 Δεκεμβρίου 2023 - Μάνια Ζούση

 


Ένα «road movie κλειστού χώρου», χαρακτηρίζει μιλώντας στο artplay.gr τους «Ονειροπόλους» ο Πέρης Μιχαηλίδης, παράσταση την οποία βασισμένη πάνω σε μια διασκευή του Ίκαρου Μπαμπασάκη, σκηνοθετεί στο Θέατρο Φούρνος με τρεις νέους ταλαντούχους ηθοποιούς, κάθε Δευτέρα και Τρίτη.

«Ο Ίκαρος είναι ένας σύντροφος, ένας camarade, όπως θα έλεγε ο Κολτές στο «Η νύχτα πριν τα δάση», με τον οποίο βαδίζουμε μαζί. Του μετέφερα την ιδέα, του κειμένου του Gilbert Adair που αναφέρεται στον Μάη του 68, με αφορμή την περιήγηση τριών νέων παιδιών στο εξεγερμένο Παρίσι, τα οποία είναι φανατικοί σινεφίλ, συχνάζουν καθημερινά στην Ταινιοθήκη της πόλης, παρακολουθώντας ταινίες από την Νουβέλ Βαγκ έως τον τον παλιό αμερικάνικο κινηματογράφο, αλλά όχι μόνο.  Όλη αυτή η ιστορία που είναι μια συνύπαρξη πολιτικής και φανατικού πάθους για τον κινηματογράφο, πάντα με ανατρεπτικό χιούμορ, ήταν για μένα η σκέψη και η πρόταση να φέρουμε στη σκηνή αυτό το κείμενο που επηρέασε το σενάριο του Μπερτολούτσι ο οποίος ανέβασε την αντίστοιχη ταινία το 2004.



 -Πως η παράσταση θα υπερβεί την ταινία;

– «Ο κινηματογράφος έχει τις τεράστιες δυνατότητες να περιηγείται σε διάφορους χώρους, να λειτουργεί αποσπασματικά σαν το μοντάζ του Γκοντάρ, αλλά το θέατρο έχει κι αυτό τις τεράστιες δυνατότητές του, και μάλιστα σε αυτή τη σκηνή του Φούρνου που εγώ αγαπώ ιδιαίτερα, καθώς έκανα εκεί τις περισσότερες παραστάσεις μου,  από το 92 και μετά, η οποία δίνει τη δυνατότητα να κάνεις ένα road movie κλειστού χώρου. Χώρος έντονος, φορτισμένος συγκινησιακά, μου δίνει τη δυνατότητα να μεταφέρω αυτήν την έφοδο στην ουτοπία – όπως ο Μάης του 68- σε ένα μικρό θέατρο κι εκεί ακριβώς, με μυσταγωγικό τρόπο,  όλη αυτήν την ατμόσφαιρα, εκείνης της εποχής.

Η ταινία του Μπερτολούτσι έχει κάνει τη δική της διαδρομή. Εστίασε κυρίως στον ερωτισμό των τριών παιδιών. Η παράσταση που εγώ κάνω στον Φούρνο, κυρίως παρουσιάζει την κίνηση των τριών παιδιών μέσα στο εξεγερμένο Παρίσι. Τα κείμενα και τα συνθήματα του Μάη του 68 που θα είναι παρόντα, όλη αυτή η έκρηξη της εποχής που γέμισε αισιοδοξία και ελπίδα έναν ολόκληρο κόσμο, θα προσπαθήσω να τα μεταφέρω στη σκηνή, κατασκευάζοντας εικόνες, καθώς το θέατρο έχει επίσης τη δυνατότητα να φτιάχνει εικόνες  τις οποίες εκτιμώ πολύ».

-Έχεις θητεύσει άλλωστε και στο φτωχό θέατρο του Γκροτόφσκι!

«Αυτό το θέατρο σου ανοίγει το δρόμο δια της αφαίρεσης, να μπορέσεις να παρουσιάσεις την καρδιά του κειμένου και των εικόνων. Αυτή τη μέθοδο δεν την έχω εγκαταλείψει ποτέ. Αγαπώ απεριόριστα όλα αυτά τα μικρά θέατρα όπου εκεί χτυπά η καρδιά της πραγματικής τέχνης. Σε αυτό το θέατρο δίνεται η δυνατότητα να ακουστεί το κείμενο της κοινωνίας του θεάματος του Γκυ Ντεμπόρ και παράλληλα τα κείμενα όλων των θεωρητικών που στήριξαν τον Μάη του 68, Σαρτρ, Μπλανσό, όλων αυτών των πνευματικών ανθρώπων και των ηθοποιών, όπως οι Ζαν Πιέρ Λεό, Άννα Καρίνα, και είναι φορείς αυτής της ουτοπίας, που έκανε όλη την Ευρώπη να δει με ένα άλλο πνεύμα και να επηρεάσει θέατρα, όπως το Θέατρο του Ήλιου της Αριάν Μνουσκίν, το La Mama και το Leaving Theatre.

 

Μια φράση που γνώρισα μέσα από το κείμενο του Ίκαρου είναι η φράση του Μπολάνιο ως η πιο αισιόδοξη εκδοχή για αυτό που πολεμήσαμε σε όλη μας τη ζωή: «Μόνο η ποίηση δεν είναι σκουπίδια», μια φράση που με έχει στοιχειώσει και την επαναλαμβάνω εμμονικά, μαζί με όλα αυτά τα τραγούδια του Νηλ Γιανγκ και του Μπομπ Ντίλαν και των Let Zeppelin που είναι όλη αυτή η εποχή της δεκαετίας του 70 στην οποία και ανήκω.

Είμαι πιστός στη διασκευή που έχει κάνει ο Ίκαρος, προσθέτοντας μόνο στην αισθητική της παράστασης  τη μέθοδο μοντάζ που είχε ο Γκοντάρ την πρώτη του περίοδο με αυτόν τον πειραματικό χαρακτήρα, με τις εναλλαγές των σκηνών, τα υλικά που διαδέχονταν το ένα το άλλο με αποσπασματικό τρόπο, παρεμβολές μουσικών κομματιών που παίζονται στη σκηνή με τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς, τον Μπάμπη Αθανασόπουλο, τον Δημήτρη Δημάκη αλλά και τη Βιβή Λέκκα, παρεμβολές που δημιουργούν και την αίσθηση για τα songs του Μπρεχτ, τα οποία σχολιάζουν τη δράση.

Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε ένα κείμενο με σαφείς πολιτικές αναφορές να μην πλαισιωθεί και με τη μέθοδο του Μπρεχτ που στηρίζει όλες αυτές τις απόπειρες για να κάνουμε και πολιτικό θέατρο».

Στην παράσταση που ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μμ τα κοστούμια υπογράφει η Δέσποινα Χειμώνα, τη μουσική σύνθεση ο Δημήτρης Δημάκης, τη φωτογράφιση και το βίντεο η Χλόη Ακριθάκη, τη χορογραφία η Μαρία Μάργαρη και βοηθός σκηνοθέτη είναι η Ειρήνη Παραπαρέκη.


 

Οι ηθοποιοί της παράστασης "The dreamers" 

μιλούν στο Theater Stage

την Δεκεμβρίου 27, 2023  - Γιάννης Σεβαστίκογλου

 

 

Οι ηθοποιοί Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα και Δημήτρης Δημάκης μιλούν στο Theater Stage για την παράσταση "The Dreamers (Οι Ονειροπόλοι)" που ανεβαίνει στο Θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία του Πέρη Μιχαηλίδη.

 

Λίγο πριν από τις γιορτές, κάνατε πρεμιέρα στο Θέατρο Φούρνος με το έργο του Gilbert Adair «The dreamers». Μιλήστε μας γι’αυτό.

 

Μπάμπης Αθανασόπουλος: Πρόκειται για ένα έργο περί πολιτικής, ερωτισμού, πάθους για τον κινηματογράφο, με ανατρεπτικό χιούμορ, τοποθετημένο στην έκρηξη του γαλλικού Μάη του ’68.Ένας Αμερικάνος φοιτητής λοιπόν, ο Μάθιου, περνάει το μεγαλύτερο μέρος από τον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθώντας ταινίες στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας. Εκεί γνωρίζει δυο αδέρφια, τον Τεό και την Ιζαμπέλ, και ξεκινάει μαζί τους ένα περιπετειώδες παιχνίδι υπαρξιακών και σινεφίλ αναζητήσεων, ενώ παράλληλα συμμετέχουν στην εξέγερση του Μάη του ’68. Όπως και στην ταινία του Bernardo Bertolucci The Dreamers, που βασίστηκε στο βιβλίο του Gilbert Adair, παρακολουθούμε το παρασκήνιο του επαναστατικού κινήματος του Μάη που επικεντρώνεται στη δράση των ηρώων να επιδίδονται σε αναπαραστάσεις σκηνών από τις αγαπημένες τους ταινίες, καθώς και στις ερωτικές τους αναζητήσεις.

 Δημήτρης Δημάκης: Το Dreamers είναι ένα έργο που περιγράφει τα γεγονότα του Μάη του 68 από τη σκοπιά τριών νέων ανθρώπων που μεταφέρουν πέραν των γεγονότων και όλο το κλίμα που επικρατούσε. Πολιτική, lifestyle, έρωτας, ενδιαφέροντα, τέχνη και ιδεολογίες.

Βιβή Λέκκα: Στο εξεγερμένο Παρίσι τον Μάιο του '68,  δύο αδέρφια κι ένας φίλος τους, θα παρασυρθούν από όλον αυτόν τον κοινωνικό αναβρασμό για να ηγηθούν τελικά της δικής τους προσωπικής επανάστασης. Μια επανάσταση χτισμένη από τραγούδια, χορούς, συνθήματα και παιχνίδια. Οι τρεις αυτοί ήρωες του μυθιστορήματος του Gilbert Adair ενηλικιώνονται μες στον "αφρό" των ημερών και των νυχτών εκείνων των γεγονότων που ξεκίνησαν από την Ταινιοθήκη κι απλώθηκαν σε όλο το Παρίσι.

 

Πείτε μας δύο λόγια για το ρόλο σας στην παράσταση.

 Μπάμπης Αθανασόπουλος: Ο Μάθιου είναι ένας νεαρός φοιτητής στο Παρίσι που ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τις ταινίες που παρακολουθεί καθημερινά. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ενέργεια και θέληση να εξερευνήσει τον κόσμο. Με συγκινεί ιδιαίτερα η μοναχικότητα αυτού του ατόμου και με συναρπάζει η απόφαση του αυτή να “μπλεχτεί” με ένα κοινωνικοπολιτικά ενεργό ντουέτο που τον οδηγεί εν τέλει στο να βιώσει μια περίοδο της ζωής του σαν να είναι βγαλμένη κυριολεκτικά μέσα από ταινία.

Δημήτρης Δημάκης: Ο ρόλος μου είναι ο Τεό. Ένας νεαρός σινεφίλ, παθιασμένος με τον επαναστατικό αέρα και το καλλιτεχνικό ρεύμα πού επικρατεί σε αυτόν τον τόπο και αυτόν το χρόνο. Είναι έξυπνος, σαρκαστικός και ίσως κάποιες φορές ενοχλητικός!

 Βιβή Λέκκα: Υποδύομαι την Ιζαμπέλ. Ένα κορίτσι χωρίς στεγανά, του οποίου όλη η ύπαρξη γεννιέται μέσα από τον κινηματογράφο. Αγαπά να σαρκάζει τα πάντα , να μιμείται διάφορες ηρωίδες του σινεμά κι έχει σε περίοπτη θέση την ελευθερία της πράγμα το οποίο την χαρακτηρίζει σε όλες τις ενέργειές της. Βρίσκει τον εαυτό της στη Nouvelle Vague του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και του Φρανσουά Τρυφώ κι αισθάνεται σαν ένα παιδί μέσα σε ένα Λούνα Πάρκ.

 

Πως είναι η συνεργασία σας με το σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη;

Μπάμπης Αθανασόπουλος: Η συνεργασία μου με τον Πέρη ήταν και συνεχίζει να είναι μία πολύ όμορφη εμπειρία. Είναι πολύ βοηθητικός και υποστηρικτικός σαν σκηνοθέτης αλλά κυρίως σαν άνθρωπος. Εκτιμώ βαθύτατα το χιούμορ του, τις γνώσεις του και όλες τις προσωπικές ιστορίες του που έχει μοιραστεί μαζί μου με αυτή την εξαιρετική ικανότητα του για story telling. Έχω βοηθηθεί απίστευτα πολύ υποκριτικά απλά παρακολουθώντας τον. Ήταν πολύ ευτυχές γεγονός το ότι συνεργάστηκα με αυτόν τον άνθρωπο σαν πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός.

 Δημήτρης Δημάκης: Η συνεργασία με τον Πέρη Μιχαηλίδη είναι εξαιρετική. Στις πρόβες επικρατεί μια ηρεμία και γενικά μια ελευθερία σε σχέση με τα πράγματα που μπορεί να δοκιμάσουμε πάνω στους ρόλους μας ο καθένας ξεχωριστά, αλλά και σε σχέση με τη συνολική ερμηνεία του έργου. Είναι ανοιχτός στο να δει πράγματα και τελικά να επιλέξει αυτά που θεωρεί πιο χρήσιμα για αυτό που κάνουμε και αυτό το λέω και από τη σκοπιά του ηθοποιού αλλά και από τη σκοπιά του "σύνθετη/μουσικού" της παράστασης.

 Βιβή Λέκκα: Το να συνεργάζεσαι στην πρώτη σου δουλειά με έναν τόσο σπουδαίο σκηνοθέτη μόνο ευλογία θα μπορούσε να είναι.

 


 

Αν έπρεπε να επιλέξετε μια ταινία ώστε να την αναπαραστήσετε ποια θα ήταν αυτή;

 Μπάμπης Αθανασόπουλος: Θα επέλεγα το ταξίδι στο Darjeeling του Wes Anderson.

 Δημήτρης Δημάκης: Αν είμαι ελεύθερος να διαλέξω όποια ταινία θέλω, διαλέγω το kill bill vol 1 του Quentin Tarantino!

 Βιβή Λέκκα: Αυτή τη χρονική στιγμή θα επέλεγα το Black Swan του Ντάρεν Αρονόφσκι ,διότι πέρα από τον σκηνοθέτη τον οποίο θαυμάζω και την εξαιρετική μουσική του Τσαϊκόφσκι ,είναι μια ταινία ψυχικής μεταμόρφωσης .

 

Τι θέλετε να αποκομίσει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση σας;

Μπάμπης Αθανασόπουλος: Σαν ηθοποιός αυτό που ιδανικά θα ήθελα να συμβαίνει είναι να ψυχαγωγείται το κοινό μας από την αρχή μέχρι και το τέλος της παράστασης. Η παράσταση εμπεριέχει διάφορες σινεφίλ αναφορές και περιστρέφεται κυρίως γύρω από τα γεγονότα του Μάη του 68.Το τι θα αποκομίσει στο τέλος της παράστασης ο θεατής νομίζω είναι προσωπική επιλογή του.

Δημήτρης Δημάκης: Κατ'αρχάς να μάθει ίσως κάποια πράγματα σε σχέση με τα γεγονότα του Μάη, που ούτε εμείς γνωρίζαμε πριν καταπιαστούμε με αυτό το έργο και δεύτερον να πάρει ψήγματα από το καλλιτεχνικό πλαίσιο του τότε, τη μουσική της εποχής, το σινεμά της εποχής κτλ...

Βιβή Λέκκα: Να αναρωτηθεί αν τα μηνύματα της τότε εποχής θα μπορούσαν να υπάρξουν και σήμερα.

 

Εκτός από το Θέατρο Φούρνος θα σας βρούμε κάπου αλλού αυτή την εποχή η στο άμεσο μέλλον;

Μπάμπης Αθανασόπουλος: Αυτό το κρατάω για έκπληξη.

Δημήτρης Δημάκης: Σύντομα ξεκινάω πρόβες για δύο θεατρικές δουλειές που θα γίνουν αρχές του 2024, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω ακόμα για αυτές.

Βιβή Λέκκα: Είμαι εντελώς αφοσιωμένη στην παράσταση αυτή. Σε ό,τι αφορά το μέλλον γίνονται κάποιες συζητήσεις οι οποίες δεν έχουν καταλήξει κάπου ακόμη.

 


 

 

Η επιλογή της εβδομάδας: «The Dreamers» του Gilbert Adair στο Θέατρο Φούρνος

all4fun.gr - ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΠΕΠΠΑ  -  01 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024

 


Παρίσι, Άνοιξη 1968…

 

Θορυβώδες, μυστηριώδες, καλλιτεχνικό, ερωτικό…

 

Δύο δίδυμα αδέρφια κι ένας Αμερικανός φοιτητής εμπλέκονται σ’ ένα περίεργο τρίο, κοινωνικών, προσωπικών, σεξουαλικών αναζητήσεων. Η εμμονή τους με τον κινηματογράφο και ειδικά με τη Cinémathèque Française (που εκείνη την εποχή έφερε άλλον αέρα στην Τέχνη), τους οδηγεί σε καθημερινές υπερβολές, έως την απόλυτη εθιστική μορφή . να ακολουθούν αχόρταγα κι ασταμάτητα τη μαγεία των εικόνων.

 

Όταν η γαλλική κυβέρνηση διατάσσει το κλείσιμο του κινηματογράφου, οι τρεις νέοι – αρνούμενοι να συμμορφωθούν – αποσύρονται σταδιακά σ΄ έναν

δικό τους κόσμο, όπου τα ερωτικά παιχνίδια, οι αισθηματικές δοκιμασίες και η προσωπική ταπείνωση, τους οδηγούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε ελεύθερη πτώση και αναπόφευκτα στην απόλυτη décadence.

 

 


 

Πολύ συνοπτικά, ο Σκωτσέζος συγγραφέας και ποιητής Gilbert Adair παρουσιάζει μέσα από το έργο του μία εστιασμένη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στο πλαίσιο μια ανώριμης τριγωνικής σχέσης, όπου κυριαρχεί ο διεστραμμένος ερωτισμός και οι σεξουαλικές εμμονές.

 

Ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης επιλέγει, πάντως, μια πιο light εκδοχή και δεν υπεισέρχεται σε σκανδαλώδεις περιγραφές κι αποτυπώσεις. Ως ένας ιδιαίτερα ευγενής άνθρωπος και χαρακτήρας αποφεύγει τεχνηέντως τα τραγικά γεγονότα (εκτονώνοντας το ομιχλώδες εθνικό σκηνικό) κι εστιάζει στο μικρόκοσμο των τριών πρωταγωνιστών, που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένη ηθική αποσύνθεση. Με ευαισθησία, όμως, κι ενσυναίσθηση στον παραμυθένιο κόσμο των τριών αυτών παιδιών. Και προφανώς επιλέγει να κινηθεί κόντρα στις προθέσεις του Adair, που αναμφισβήτητα ήθελε να σοκάρει με το έργο του.

 

Την παράσταση κερδίζει η Βιβή Λέκκα, στο ρόλο της αδιανόητα αυθόρμητης και παρορμητικής Ιζαμπέλ. Σαγηνευτική και γεμάτη αυτοπεποίθηση είναι βέβαιο ότι είναι ο πιο ισχυρός χαρακτήρας της τριάδας και η πιο χειριστική. Όμως μ΄ έναν πιο παιδιάστικο τρόπο.

 

 


 

Ο Δημήτρης Δημάκης είναι ένας χαριτωμένος Τεό, που αφήνει τον ενθουσιασμό του για την Τέχνη να τον οδηγήσει στο πάθος και την ελαφρώς ανοησία της νεολαίας στη μετ-εφηβεία, εκθέτοντας διαρκώς τον εαυτό του στον κίνδυνο της παρακμιακής ζωής και της περιθωριοποίησης. Τέλος, ο Μπάμπης Αθανασόπουλος έπαιξε με επιτυχία τον γεμάτο αθωότητα και αφελή ιδεαλισμό Μάθιου, που μετέφερε στο Παρίσι τον επαρχιώτικο αέρα της πατρίδας του. Έδειξε απελπιστική αφοσίωση στα δίδυμα κι αυτή η παθητική προθυμία του, τον παρέσυρε στην εξασθένιση της δική του ηθικής ακεραιότητας.

 

Μου άρεσε πολύ το αφαιρετικό σκηνικό του θεάτρου. Άλλωστε δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο, αφού οι πέτρινοι τοίχοι μου θύμιζαν Παριζιάνικο λιθόστρωτο σοκάκι. Και υπέροχη η χρήση φωτισμού και σκιών, που προσέθεσαν στην ατμόσφαιρα και στα ήδη οργισμένα νιάτα αυτό το αίσθημα της απειλής και της επιθετικότητας.

 

Η δε επιλογή των μουσικών ακουσμάτων (Zeppelin, Dylan, Young, Orbison, Joplin, κλπ.), μας συνόδευσε – από το φουαγιέ – καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Κι ενίοτε και με προσωπική συμμετοχή των δύο αγοριών, με τις κιθάρες τους.

 

Όλη η παράσταση αποτέλεσε μια νοσταλγική αναφορά στους ταραχώδεις μήνες του ‘68, που – παρ΄ όλη τη σκληρότητά τους – καθόρισαν μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων, σ΄ όλο τον κόσμο. Από αυτά που διάβασα για το έργο, είναι κάτι το μοναδικό και δε θυμίζει κανένα άλλο βιβλίο της βρετανικής λογοτεχνίας.

 

Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον έναν και μοναδικό Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.

 

Εξαιρετική επιλογή για το Δευτερότριτό σας!

 

Ταυτότητα της παράστασης:

Συγγραφέας: Gilbert Adair

Μετάφραση - Διασκευή: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σκηνοθεσία: Πέρης Μιχαηλίδης
Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα
Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Δημάκης
Φωτογράφιση - Βίντεο: Χλόη Ακριθάκη
Χορογραφία: Μαρία Μάργαρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Παραπαρέκη
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Ευχαριστούμε τον φίλο Γιώργο Αντύπα για τη στήριξή του, την Αιμιλία Βασιλακάκη και την ΑΜΚΕ «Αντιγόνη», την Ντοντό και τον Μάνθο Σαντοριναίο, τη Βαλέρια Χριστοδουλίδου και τον Σπύρο Αραβοσιτά για τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση αυτής της παράστασης.

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μπάμπης Αθανασόπουλος, Βιβή Λέκκα, Δημήτρης Δημάκης

Στο βίντεο παίζει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Πληροφορίες:

Θέατρο Φούρνος
Μαυρομιχάλη 168, Νεάπολη Εξαρχείων, 114 72 Αθήνα
Χάρτης: https://goo.gl/maps/brP2QqXJbUZ4QsXXA
Τηλέφωνο: 2106460748
E-mail: info@fournos-culture.gr
Site: www.fournos-culture.gr
Facebook page: www.facebook.com/fournostheatre
Instagram account: www.instagram.com/fournos_theatre

Από τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, έως την Τρίτη 06 Φεβρουαρίου 2024

Ημέρες και ώρα παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων:

- 12 ευρώ (κανονικό)
- 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65 ετών)
- 08 ευρώ (ατέλειες)

Προπώληση εισιτηρίων: www.more.com/theater/the-dreamers

Διάρκεια: 50 λεπτά 


Face Control / Πέρης Μιχαηλίδης

Ο Πέρης Μιχαηλίδης έχει εξελιχθεί σε έναν κομάντο του θεατρικού σύμπαντος, στήνοντας παραστάσεις που λειτουργούν σαν εμπρηστική κριτική των σύγχρονων καιρών και του γενικευμένου χάους, όπως έπραξε με την άτυπη τριλογία του «Πρώτος Έρωτας» (Σάμιουελ Μπέκετ), «Μπετόν» (Τόμας Μπέρνχαρντ), και «Πείνα» (Κνουτ Χάμσουν), εμπλέκοντας πάντα τον μυθιστορηματικό λόγο με τη μουσική, άλλοτε των Joy Division και άλλοτε του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, και τώρα, στο «Dreamers / Ονειροπόλοι» (Δευτερότριτα στο Θέατρο Φούρνος) χρησιμοποιεί ιδιοφυώς τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν, του Έρικ Κλάπτον, και του Τζίμι Χέντριξ για εξάρει το πνεύμα της εξέγερσης και την εξέγερση του πνεύματος που ήταν ο παρισινός Μάης του 68.

[Δημοσιεύτηκε στο Documento από τον Γιώργο- Ίκαρο Μπαμπασάκη ]



Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

 

ΆΝΘΡΩΠΟΙ

Ο Πέρης Μιχαηλίδης είναι ένας από τους τελευταίους αυθεντικά ερωτικούς ηθοποιούς της Ελλάδας

Όταν ανεβαίνει στην σκηνή, έχει έναν ολόδικό του τρόπο να υποβάλει τον σεβασμό. Αλλά, και κάτω από αυτήν, ως σκηνοθέτης, γνωρίζει καλά το παιχνίδι της σαγήνης και της αλήθειας.

Γεωργία Δρακάκη

31.01.2024

 

Α,ο Πέρης Μιχαηλίδης: από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στην Θεσσαλονίκη κι έπειτα στο Παγκράτι και στον κόσμο. Δεν μπορώ να ξεχάσω την περπατησιά του στη σκηνή του θεάτρου Μικρό Χορν πριν από μερικά χρόνια, όταν, μαζί με την Ρούλα Πατεράκη έδιναν ιερή σάρκα και θεία οστά στους ήρωες του έργου του Καμπανέλλη «Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα», σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη. Τώρα, τον βλέπω να περπατά στον Κεραμεικό, μαζί με την φωτογράφο μας, την Άσπα Κουλύρα, να σταματά σε ένα συνεργείο, να φωτογραφίζεται σα να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Μετά τα κλικ, η κουβέντα μας. Μα τι κουβέντα με αυτόν τον άνθρωπο να στριμωχτεί στο πλαίσιο μιας συνέντευξης; Αναγκαστικά, ερωτήσεις εν είδει σημείων αναφοράς: το θέατρο, οι σταθμοί της ζωής του, όσα τον κάνουν να ραγίζει, τα μελλοντικά σχέδια ή όνειρά του. Κάπως έτσι. Από τον Δεκέμβριο, ο Πέρης Μιχαηλίδης, έχοντας συμπράξει με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (ο οποίος μετέφρασε) παρουσιάζει στο Θέατρο Φούρνος την παράσταση του έργου «The Dreamers» (Οι Ονειροπόλοι) του Gilbert Adair. Πρόκειται για ένα έργο περί πολιτικής, ερωτισμού, πάθους για τον κινηματογράφο, με ανατρεπτικό χιούμορ, τοποθετημένο στην έκρηξη του γαλλικού Μάη του ’68. Ο Πέρης Μιχαηλίδης σκηνοθετεί τρεις νέους, ταλαντούχους ηθοποιούς-αυτό, η επαφή με τα νέα παιδιά, το νέο αίμα, είναι η καλύτερή του. Με γοητεύει απίστευτα ο τρόπος ομιλίας του, το βλέμμα του, το οξύ του χιούμορ, όσα μου εκμυστηρεύεται, κυρίως ότι γι’ αυτόν η ζωή που ζει και η ζωή που παίζει/σκηνοθετεί είναι μία, αδιαίρετη και ενιαία. Η σιωπή που έπεται της αποχώρησής του από το ραντεβού μας, μετά από 45 λεπτά συζήτησης, έχει βάρος και με γεμίζει σκέψεις και αναθυμιάσεις των όσων μόλις άκουσα από εκείνον. 

Δεν πρόκειται να εξηγήσω εδώ πέρα τι εννοώ αποκαλώντας τον Πέρη Μιχαηλίδη ερωτικό, και μάλιστα, έναν από τους τελευταίους ερωτικούς ηθοποιούς: εκατό άλλα επίθετα θα ταίριαζαν άριστα και, μάλιστα, δεν θα χρειάζονταν εξηγήσεις, να, όπως ”ιδιοσυγκρασιακός”, ”εκφραστικός”, ”ευαίσθητος”, ”ευφυής”, ”παθιασμένος”. Όμως, το ερωτικός τα χωρά και, ταυτόχρονα, τα υπερσκελίζει όλα εκείνα. Και κάποτε, μετά από πολλά πολλά χρόνια, θα είναι ζητούμενο που φοβάμαι ότι δύσκολα θα κατακτιέται από τους καλλιτέχνες του ορθολογικοποιημένου, τεχνικού και προγραμματισμένου μέλλοντός μας. Πόσες υπερβάσεις να καταφέρει, πια, κι αυτό το θέατρο αν οι άνθρωποί του, πρώτα, δεν τις υπερασπίζονται ψυχή τε και σώματι;

Τέλος με τους προλόγους. Συνέντευξη, τώρα. Κι έπειτα, παράσταση. Στο Θέατρο Φούρνος-λίγες απομένουν για τους Dreamers, που διαθέτουν Αίμα και Πνεύμα, εφάμιλλα με αυτά του σκηνοθέτη τους. Τουλάχιστον. (Ε, κι αν δεν είστε του θεάτρου -φευ!- συντονιστείτε στο Mega και απολαύστε τον Πέρη Μιχαηλίδη στον κόντρα ρόλο ενός στιβαρού πλοιοκτήτη στο σήριαλ Ναυάγιο).

Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq


– Βρισκόμαστε στον Κεραμεικό, φαντάζομαι ότι έχετε μια ιδιαίτερη σύνδεση με αυτήν την γειτονιά (και ευρύτερα, Βοτανικό, Μεταξουργείο), λόγω Beton 7, λόγω της αγάπης σας για τα μικρά black boxes… Είναι έτσι;
Όποτε έρχομαι σε αυτή τη γειτονιά, χαίρομαι, ιδίως το πρωί. Είναι ζωντανή, είναι ωραίο να την περπατάς, να συναντιέσαι με ανθρώπους που έχουν μια αγωνία για την επιβίωσή τους, για την επόμενη μέρα. Κι αυτό πάντοτε με συγκινεί. Φυσικά, υπάρχει εδώ και η σχολή που διδάσκω, οι ”Μοντέρνοι Καιροί”, όπου έρχομαι σε επαφή με όλα αυτά τα νέα παιδιά που θαυμάζω και επικοινωνώ μαζί τους, τα οποία κάνουν χίλιες δυο δουλειές για να μπορέσουν να σπουδάσουν και να κάνουν πράξη το όνειρό τους.  Δεν μπορώ να μην θυμάμαι και το Beton 7 που ξεκίνησε το 2009, έναν πολυχώρο που χωρούσε όλες τις τέχνες και, φυσικά, το θέατρο, εκεί στο υπόγειό του. Το θέατρο είναι καλό να υπάρχει στα υπόγεια. Παίχτηκαν πάρα πολλές παραστάσεις εκεί, έρχονταν ομάδες νέων ηθοποιών και ανέβαιναν έργα από ευρύ φάσμα ρεπερτορίου. Το 2014 υπήρξε μια τάση να κλείσουν τα μικρά θέατρα αυτών των γειτονιών, αυτά τα θέατρα-παραγκούπολη, όπως τα είχα ονομάσει, κι έγινε ένας τεράστιος αγώνας για να παραμείνουν ανοιχτά-κι ο αγώνας πέτυχε. Έτσι, τα μικρά αυτά θέατρα των 50 θέσεων σώθηκαν. Πιστεύω ότι σε αυτά τα μικρά θέατρα χτυπά η καρδιά της πραγματικής τέχνης, ότι αποτελούν φυτώριο για νέα παιδιά, τόπος γόνιμος για τους πειραματισμούς, τις σκέψεις τους τις καλλιτεχνικές, χωρίς την έννοια της προσέλευσης και του ταμείου. Αυτά τα θέατρα είναι μες στην καρδιά μου, ούτως ή άλλως.

– Το 2023, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον αγώνα αυτόν που λέτε, επιστρέψατε σε ένα υπέροχο, μικρό θέατρο, με την δική του ιστορία: το αγαπημένο θέατρο Φούρνος στην Μαυρομιχάλη.

Πράγματι. Κι από εκεί είχα ξεκινήσει παραστάσεις με το ”Θέατρο Μηχανή” την Αστική μη Κερδοσκοπική που είχα, πριν από πολλά χρόνια, περίπου τριάντα. Γι’ αυτό μου άρεσεΤώρα, παρουσιάζουμε τους Dreamers, μια παράσταση σινεφίλ, όπως μου αρέσει να λέω. Το χειμώνα που μας πέρασε βρέθηκα έξω από το Εθνικό θέατρο κτήριο του Τσίλλερ, κατειλημμένο από τους σπουδαστές των δραματικών σχολών που διαμαρτύρονταν για την εξίσωση των πτυχίων μας με τα πτυχία της Γ’ Λυκείου. Με συγκίνησε αυτό το πράγμα: οι μουσικές τους, τα ποιήματα που διάβαζαν, η προσπάθειά τους αυτή, το πάθος τους. Έτσι, οραματίστηκα να φέρω, μαζί με νέα παιδιά, νέους ηθοποιούς, στη σκηνή ενός θεάτρου την ελπίδα μιας ολόκληρης γενιάς που εκφράστηκε με τον Μάη του ’68. Σε αυτήν την παράσταση, αποτυπώνεται έντονα η αγάπη μου για το σινεμά του Μπερτολούτσι. Η παράσταση είναι επηρεασμένη από την ομώνυμη ταινία, αλλά ακουμπάει, θα έλεγα, περισσότερο στο κείμενο του Gilbert Adair. Η κοινωνική ανισότητα και η αγωνία των νέων δεν παύει να είναι θέμα διαχρονικό, αλλά δυστυχώς, είναι έντονα επίκαιρο σήμερα.


Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq


– Έχει καταρρεύσει σήμερα η επαναστατικότητα, λέτε; Μου φαίνεται πως έχουν τελειώσει προ πολλού οι επαναστάσεις δρόμου και πως, ο αγώνας, έχει μεταφερθεί σε μικρότερες κλίμακες, χωρά σε μικρότερα κύτταρα. Επαναστάσεις δωματίου, θα μπορούσαμε να πούμε. 

Ως παιδί της Μεταπολίτευσης, που έζησε τα νιάτα του την δεκαετία του 70, άρα η επανάσταση ήταν…το κυρίως θέμα των πάντων! Συζητούσαμε, διαδηλώναμε, συναντιόμασταν, ζούσαμε έτσι, με αυτόν τον τρόπο. Οι έρωτες, ακόμα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον γεννιούνταν. Θα συμφωνήσω με αυτό που λέτε ότι η επανάσταση έχει περάσει σε άλλα επίπεδα και έχει να κάνει με πιο προσωπικές αναζητήσεις. Γίνεται, ας πούμε, τώρα μια τεράστια συζήτηση σε σχέση με την οικογένεια, με το τι είναι οικογένεια και ποιος, αν, με τι όρους δικαιούται να κάνει, να έχει οικογένεια. Αν και παλιότερα δεν το πίστευα τόσο, αρχίζω τελευταία να ασπάζομαι πολύ την άποψη ότι η οικογένεια είναι ένας πολύ σοβαρός χώρος ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι εκεί μέσα διαμορφώνονται οι προσωπικότητες. Πιθανόν, οι όποιες επαναστάσεις (εντός ή εκτός εισαγωγικών, να συντελούνται μες στην οικογένεια, πλέον). Βέβαια, δεν παραγνωρίζω ότι τα τεράστια κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά της ανέχειας, της ακρίβειας, των αδυσώπητων πολιτικών που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια με στόχο την φτωχοποίηση του πληθυσμού, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μαζικά και συλλογικά.

– Και βέβαια, μιας που είστε στο πλευρό νέων ηθοποιών, αφουγκράζεστε και τις ιδιαίτερες δυσκολίες του επαγγέλματός σας, στις συνθήκες τις σημερινές, κατά τις οποίες αυτό ασκείται. Η ζωή του ηθοποιού, από όσο λίγο την έχω κατανοήσει, μου φαίνεται πολύ ζόρικη, μου φαίνεται αγωνιώδης και, παράλληλα, θαυμαστή.
Πάντα ήταν δύσκολο να είσαι ηθοποιός, στους καιρούς μας, για τα νέα παιδιά, ναι, ίσως είναι ακόμα δυσκολότερο. Πέραν του κοινωνικού πλαισίου, χρειάζεται να πούμε ότι, από ένα σημείο, έχει να κάνει με τις προσωπικές αποφάσεις και στάσεις ζωής του καθενός: τι συμβιβασμούς είναι πρόθυμος να κάνει, πώς να διαχειριστεί την φιλοδοξία του. Αλλιώς είναι ένα παιδί με το που μπαίνει στη σχολή, αλλιώς όταν τελειώνει, αλλιώς όταν ξεκινά να δουλεύει, όταν, εδνεχομένως, αρχίσει να λαμβάνει αναγνώριση. Τα παρακολουθώ αυτά τα στάδια στους νέους ηθοποιούς, όπως τα παρατηρούσα και στον ίδιο μου τον εαυτό. Δική μου επιθυμία ήταν το να παραμείνω στο δόγμα «της παράτασης εφηβείας» ή «της παράτασης της μετεφηβείας». Εκεί, δηλαδή, όπου ο Αλμπέρ Καμύ, ο Χέρμαν Έσε, ο Ντοστογιέφσκι κυριαρχούν στην ζωή και την καθημερινότητα και η ζωή κυλά μέσα από στίχους και κείμενά τους. Αυτών και άλλων.

– Τι ονειρεύεστε, λοιπόν, ως ονειροπόλος, παρατεταμένος (μετ)έφηβος;
Υπάρχει μια σκάλα στο τέλος της οδού Άγρας (όπου έχω μείνει για 7 χρόνια) στο Παγκράτι,η οποία οδηγεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο-παλιότερα, στις ομώνυμες εκδόσεις. Αυτή τη σκάλα την έχω ονομάσει σκάλα του Εξορκιστή, είναι φοβερή. Όμως, το όνειρό μου είναι να οδηγεί αυτή η σκάλα σε μια θάλασσα, σε μια παραλία. Θα ήθελα αυτό να συμβεί. Έχω κι ένα όνειρο που επανέρχεται έμμονα: βρίσκομαι σε ένα σπίτι, άσπρο, με τζάμια γύρω γύρω, φωτεινό, με ένα μοναστηριακό τραπέζι και ελάχιστα πράγματα, που, στο πίσω μέρος του να έχει μια σκάλα, ίδια με αυτή της Άγρας, και να οδηγεί στην θάλασσα.

– Ποια στοιχεία του χαρακτήρα ή της ιδιοσυγκρασίας σας βρίσκετε σημαντικότερα για το τελικό σας αποτέλεσμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ως ανθρώπου;
Θα ήθελα να πιστεύω: ευγένεια, μετεφηβεία.


Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Μόνο αυτά; Ανέμενα να ακούσω και κάτι, οτιδήποτε σε σχέση με τον έρωτα. Έχω την αίσθηση ότι σας χαρακτηρίζει ένας ερωτισμός, έχει γραφτεί κιόλας αυτό το σχόλιο για εσάς.
Με έχουν αναφέρει έτσι οι κριτικές, ενίοτε, ναι, ως ερωτικό. Ο ερωτισμός σήμερα, και πάντοτε, είναι ένα θέμα. Ο ερωτισμός έχει τις εποχές του. Και η ερωτικότητα ενός αθρώπου δεν είναι σταθερή, έχει τις εκφάνσεις της, οι οποίες δημιουργούν σε κάθε προσωπικότητα έναν πολυχασμό. Μπορείς, ανά περιπτώσεις, ας πούμε, να είσαι χειμωνιάτικος, με μια καμπαρντίνα, κασκόλ, ένα σβησμένο γκουλουάζ άφιλτρο σβησμένο και να προχωράς μόνος στο Παρίσι και να αναζητάς να μπεις κάπου να πιειες κάτι. Ή μπορείς να είσαι ανοιξιάτικος, να είσαι στην Θεσσαλονίκη. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στα περί ερωτικής πόλης,γιατί κι αυτό πια έχει φθαρεί και παραφθαρεί ως περιγραφή, είναι συνώνυμο του κιτς. Αλλά δεν μπορώ να μην συνδέω τον ανοιξιάτικο ερωτισμό με την Θεσσλονίκη την παλιά, όπως την θυμάμαι εγώ, που έβαζες Χατζιδάκι και άκουγες ολόκληρη την πόλη. Ναι, την άκουγες.

– Το θέατρο έχει ερωτισμό;
Έχει. Αλλά έχει και πολύ παρασκήνιο, πολύ σκάψιμο, πολύ γκασμά. Είσαι εργάτης. Δεν είσαι η Ισιδώρα Ντάνκαν με το βλέμμα απλανές. Το θέατρο είναι σκληρή δουλειά, καταλήγω σε αυτό, ως σκηνοθέτης, ως ηθοποιός, ως βοηθός σκηνογράφου, ενδυματολόγου, δασκάλου. Όμως, το θέατρο έχει τρομακτικά, συγκλονιστικά έργα ρομαντικά, περί έρωτα, αγάπης. Άρα, αναπόφευκτα συνδέουμε τον ερωτισμό με το θέατρο, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;

– Ποιες συνεργασίες, ποιες συναντήσεις, ποιοι άνθρωποι έπαιξαν μεγάλη σημασία στην ζωή και στην επαγγελματική σας πορεία;
Έχω ξαναπεί κάποιες φορές ότι, ως σημαντικότερη στιγμή της καριέρας μου, θεωρώ την παράσταση-θρύλο του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος “Χάρολντ και Μώντ” δίπλα στην μεγάλη ηθοποιό Δέσπω Διαμαντίδου σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, το 1984. Αυτή η στιγή θεωρώ ότι καθόρισε γενικότερα την πορεία μου. Κρατήσαμε φιλία με την Δέσπω Διαμαντίδου και αυτό με επηρέασε: το βλέμμα της στα πράγματα, στην ζωή, στο θέατρο, οι απόψεις της. Υπήρξε ένα απάγκιο αυτή η γυναίκα για όλη μου την πορεία συνολικά, κατά καιρούς επανέρχομαι και σε κουβέντες που έχουμε κάνει… Με διαμόρφωσαν επίσης τα διαβάσματα και τα ακούσματά μου. Η νούμερο ένα αναφορά μου είναι ο Αλμπέρ Καμύ. Μόλις τελείωσα το λύκειο, ξεκίνησα να διαβάζω τον Ξένο. Κατέβαινα στον Πειραιά για να πάω στα νησιά, φθάνω στο λιμάνι του Πειραιά, ώρα 6 το πρωί, διαβάζοντας και έχασα το καράβι. Έμεινα στο λιμάνι, απορροφημένος από τον Καμύ. Διακοπές πήγα την άλλη μέρα. Επίσης, επιρροές μου σημαντικές ο Ντοστογιέφσκι, ο Καζαντζάκης, ο Σοστακόβιτς και τα τρία Σίγμα μου, ο Σούμπερτ, ο Σοπέν, ο Σούμαν. Φοιτούσα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στην Θεσσαλονίκη, και εκεί είχε μια τεράστια δισκοθήκη, Δανειζόμασταν δίσκους τότε και όλους αυτούς τους κλασικούς συνθέτες που σας ανέφερα τους έμαθα χάρη σε αυτή τη δισκοθήκη. Όλη μου η εφηβεία και η μετεφηβεία είχε χαρακτηριστεί από τις μουσικές τους.

– Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, όταν κανείς σας ρωτούσε ”τι θα κάνεις άμα μεγαλώσεις”, εσείς απαντούσατε ηθοποιός;
Δεν ήμουν άριστος μαθητής, ούτε το παιδί που απαγγέλλει τα ποιήματα στις σχολικές γιορτές, κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα μπορούσα να γίνω ηθοποιός, ούτε ενθαρρύνθηκα για κάτι τέτοιο. Απλώς, μόλις τελείωσα το σχολείο, άκουσα τη συμβουλή της αδελφής μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Μου είπε ότι «μόνο εκεί μπορώ να βρω κάτι ενδιαφέρον για μένα». Έδωσα εξετάσεις στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης με την “Έρημη χώρα” του Έλλιοτ και τη “Νύχτα” του Καβάφη, με πήραν, κόλλησα κι από τότε άρχισε η διαδρομή μου στο θέατρο όπου και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Βεβαίως, στο ενδιάμεσο, φοίτησα και στην Ακαδημία δραματικής τέχνης της Ρώμης, όπου παρακολούθησα σεμινάρια με την ομάδα Γκροτόφσκι. Στο θέατρο με κράτησε η απόδραση που σου προσφέρει από την πραγματικότητα, η καταφυγή στα όνειρα.


Φωτ.: Άσπα Κουλύρα / Olafaq

– Μα, δεν σας ενδιαφέρει η πραγματικότητα;
Όχι ιδιαίτερα, προσπαθώ να μην την βλέπω κάποιες φορές, παρά τον πολιτικό τρόπο ματιάς μου πάνω σε κάποια πράγματα. Πραγματικότητα εννοώ τις πρακτικές πτυχές της ζωής: βιβλιάρια, δημόσιες υπηρεσίες, υποχρεώσεις με έγγραφα και τα συναφή. Παλιότερα, τα άφηνα, δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά, με κατέτρεχαν διάφορες προθεσμίες…Πλέον, έχω προσπαθήσει, και πράγματι το κάνω, να τα διευθετώ αμέσως, να μου γλιτώνω χρόνο και άγχος. Η άμεση διευθέτηση σου δίνει το δικαίωμα να μην πετιέσαι μες στον ύπνο σου τα ξημερώματα κάθιδρος.

– Να μια αλλαγή σας μες στα χρόνια. Τι άλλο έχετε αλλάξει; Αλλάζει ο άνθρωπος;
Θεωρώ πως όχι. Έχω αποφασίσει με ποιον τρόπο θα ήθελα να ζω από αρκετά νωρίς. Και έχω μείνει εκεί, στα 30-35, ζώντας με αυτόν τον τρόπο που ζούσα τότε δηλαδή, αυτό εννοώ. Όλο αυτό που σας λέω παραπέμπει σε ένα σύστημα που ξεσήκωσα από έναν φοβερό προπονητή του ΠΑΟΚ, πριν πολλά πολλά χρόνια. Το περίφημο μπλοκάρισμα του παιχνιδιού στο κέντρο του γηπέδου. Το μετέφρασα πρακτικά στην ζωή ενός ανθρώπου, το πώς δηλαδή μπορείς να μπλοκάρεις το κέντρο, για να ελέγξεις όλο το παιχνίδι στις άκρες, στο υπόλοιπο γήπεδο. Βάλτε ό, τι θέλετε ως αντικείμενο του μπλοκαρίσματος, συμπληρώστε ελεύθερα τη λίστα: μπλοκάρετε την μιζέρια; το γήρας της σκέψης; την γκρίνια; τον φόβο; Ό, τι αντέχει ή επιθυμεί ο καθένας.

– Και πώς είναι μια ωραία ζωή για εσάς με το κέντρο μπλοκαρισμένο και το υπόλοιπο γήπεδο ελεύθερο και ανοιχτό;
Αγαπώ την απλότητα, την λιτότητα. Είναι σημαντικό να επιλέγουμε να βρισκόμαστε με ανθρώπους και σε μέρη, όπου επικρατεί ευγένεια. Και να μπορούμε, να είμαστε σε θέση να την ανταποδίδουμε επίσης. Θεωρώ βασικό θέμα στην ζωή μας την ευγένεια. Μου αρέσουν και οι ωραίοι, αργοί ρυθμοί, κάποιες φορές. Δεν μπορούμε να γίνουμε αμέσως κολλητοί, σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Μου είναι βαρετό αυτό. Ας απολαύσουμε το μη άμεσο της επαφής ‘η της επικοινωνίας μας. Ας κάνουμε εκείνη την όγδοη συνάντηση, τέλος πάντων, όπως θα έλεγε και ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου! (γέλια)

– Τότε, θα ήθελα να μου πείτε για την όγδοη ή νιοστή σας συνάντηση με την Ρούλα Πατεράκη.
Τη γνωρίζω άπειρα χρόνια. Είναι ένας αγαπημένος μου άνθρωπος γιατί είναι σκαπανέας. Έκανε θέατρο μόνη της, δημιουργώντας σχολή, παρουσίασε την Πέτρα Φον Καντ, ένα έργο σοκ για την εποχή, το 1987. Έχουμε συνυπάρξει αρκετές φορές και μου άρεσε η συνεργασία μας και στην παράσταση που λέτε πως σας άρεσε, στον Δρόμο που περνάει από Μέσα. Η Ρούλα είναι ένας άνθρωπος που κατά καιρούς αναζητώ και απολαμβάνω τις συζητήσεις μαζί της. Μπορείς να μιλάς για την κοσμογονία του θεάτρου μαζί της με τις ώρες…Έχει μια φιλοσοφία ζωής εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

– Κύριε Μιχαηλίδη, ως ηθοποιός, ως καλλιτέχνης, αισθάνομαι πως νιώθετε επιτυχημένος. Και είστε. Ως άνθρωπος, ως άνδρας; Είστε ικανοποιημένος, εννοώ, από τον εαυτό σας;
Δεν μπαίνω ποτέ στην διαδικασία να σκεφτώ εάν είμαι ικανοποιημένος. «Καλοκαίρι, και η ζωή περνά», αυτό είναι το δόγμα μου. Μου είναι αδιάφορο το να περνώ σε αξιολογήσεις και να λέω «ο άνρδας του 2020», «ο άνδρας του 2005», «ο άνδρας του 2045», τι έκανε, πού ήταν, με ποιους…Όπως, ας πούμε, δεν έχω έργα στο συρτάρι προς ανέβασμα. Έτσι είναι η ζωή μου, πιστεύω πως ό, τι είναι να συμβεί, έρχεται και σε βρίσκει.

– Μήπως ακουμπάτε τα ψυχικά σας αποθέματα περισσότερο στην τέχνη σας, παρά στην ζωή σας; Τον ρομαντισμό, τα πάθη σας, εννοώ…
Για μένα είναι όλα ένα: το θέατρο, η προσωπική ζωή, το ότι βρισκόμαστε εδώ τώρα, ένα, ένα πράγμα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι θα πει αυτό το ”ας μιλήσουμε τώρα για τα ερωτικά” και ”τώρα για τα καλλιτεχνικά”. Μου αρέσει η ροή στην ζωή. Το βράδυ, που συναντιέμαι με ωραίους ανθρώπους, κουβεντιάζουμε, ίσως πίνουμε ένα ποτήρι κρασί (κόκκινο, Syrah, κατά προτίμηση) μ’ αρέσει πολύ. Μ’ αρέσει να βλέπω ταινίες του Wenders, να δω πάλι, ξανά, μια ταινία του που αγαπώ και να μου αρέσει το ίδιο ή πιο πολύ. Δεν έχω στάνταρ προορισμούς καλοκαιρινούς, επίσης, δεν αντέχω να προγραμματίζω από τον Φεβρουάριο το πού θα ξεκουραστώ είκοσι μέρες τον Αύγουστο. Είναι όλα μεταβλητά, δεν μου αρέσει να έχω τίποτα δεδομένο και πολύ κανονισμένο. Υπάρχει όμως κάτι που δεν μ’αρέσιε να το βλέπω να αλλάζει: ο τόπος, τα μέρη. Όλα αλλάζουν όψη, πια, τόσο συχνά, από τη μια μέρα στην άλλη.

– Ποιοι τόποι σάς έχουν καθορίσει ως άνθρωπο; 
Σαφές το τρίπτυχό μου: Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα, Παγκράτι, όπου ζω τα τελευταία πολλά χρόνια, πάνω από 30, και δεν το αλλάζω. Στην Αλεξάνδρεια, ξέρετε, η παραλία είναι 60 χιλιόμετρα. Στην Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε πολύ μικρή, αλλά ευτυχώς το στοιχείο της θάλασσας δεν έλειπε, κι ας είχαμε να κάνουμε με 15 χιλιόμετρα. Όσο για το Παγκράτι, για μένα, είναι το κέντρο του κόσμου. Νομίζω ότι το Παγκράτι πάντοτε χάνεται, ξαναβρίσκεται, ξαναχάνεται, αλλά πάντοτε παραμένει γειτονιά.

– Πείτε κάτι, αυτό το χειμωνιάτικο μεσημέρι, στον μικρό Πέρη. Τον εφτάχρονο, κάποτε, οχτάχρονο. Φανταστείτε τον να περνά μπροστά μας…
Θα του πω να μείνει στην Αλεξάνδρεια, να μην την αφήσει. (γέλια) Ξέρετε, διατηρώ ισχυρούς δεσμούς με το παρελθόν, και ειδικά την Αλεξάνδρεια την κρατώ μέσα μου σε μια ειδική θέση. Οι αναφορές μου γι’ αυτήν την πόλη είναι ισχυρές πάντοτε και συντηρούνται και μέσα από το διαδίκτυο, με τις παλιές φωτογραφίες, τα ντοκουμέντα. Πάντως, ο μικρός Πέρης ήταν ευτυχής. Μεγάλωσε σε μια ωραία οικογένεια, είχε ξεγνοιασιά. Και νομίζω δεν πρέπει να έχει παράπονο από μένα ο μικρός. Γιατί ακολούθησα έναν πολύ προσωπικό δρόμο, ο οποίος δεν έχει να κάνει ούτε με τα σχολεία, τις σχολές ή τις καριέρες. Υπήρξε μια παράκαμψη, μια déviation, την οποία πάντοτε ακολουθούσα, και συνεχίζω. Άσχετο αν, ανά καιρούς και σημεία, έμπαινα ξανά στην κεντρική λεωφόρο. Ύστερα, αργά ή γρήγορα, θα ξαναξέφευγα. Οι παρακαμπτήριες οδοί είχαν και έχουν για μένα το ενδιαφέρον.

 

Μιλώντας με τους πρωταγωνιστές του «The Dreamers»




To debop.gr μίλησε με αφορμή την παράσταση «The Dreamers»  , που παίζεται έως τις 6 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Φούρνος με τους ηθοποιούς Μπάμπη Αθανασόπουλο, Βιβή Λέκκα και Δημήτρη Δημάκη για τον Μάη του '68, το επίκαιρο του μηνήματός και τις επαναστάσεις του σήμερα.


 

Τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον τους σε έργο και χαρακτήρες και τους έπεισε να συμμετάσχουν σε αυτό;

Μπάμπης Αθανασόπουλος: Η συνύπαρξη μουσικής τραγουδιού και υποκριτικής, οι οποίες δίνουν την δυνατότητα στους χαρακτήρες να αποκτήσουν μια θεατρική διάσταση και να ξεφύγουν από την αισθητική του Μπερτολούτσι η οποία έχει καθορίσει θα έλεγα αυτό το έργο και τους ήρωες. Ήταν και είναι ένα δύσκολο εγχείρημα το οποίο   όμως μου κέντρισε το ενδιαφέρον και με έκανε να θέλω να συμμετέχω.


 Βιβή Λέκκα: Μπερτολούτσι και «The Dreamers», ένας αγαπημένος σκηνοθέτης σε μια αγαπημένη ταινία. Περισσότερο για την αισθητική της θα έλεγα. Δεν χρειάστηκε να με πείσει και πολύ ο Πέρης να παίξω. Το οτιδήποτε καλαίσθητο με μαγνητίζει.

Δημήτρης Δημάκης: Πρώτα απ' όλα με ενδιέφερε η συνεργασία με τον Πέρη Μιχαηλίδη και τους συναδέλφους. Όσον αφορά το έργο, η δεκαετία του '60 σε γενικότερο επίπεδο είναι κάτι πού με ενδιαφέρει πάρα πολύ και ψάχνω από πολύ μικρός

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθέναν σε ατομικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της παράστασης στο πλαίσιο της αναπαράστασης της εποχής;

ΜΑ: Νομίζω πως δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου ότι ο χαρακτήρας μου αναπαριστά η βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη εποχή. Παρότι το έργο αναφέρεται, έχει γραφτεί και προβάλλει τα γεγονότα μιας συγκεκριμένης εποχής προσπάθησα να ζωντανέψω έναν Μάθιου που βρίσκεται κάπου εκεί έξω στο σήμερα. Έναν σινεφίλ νέο που λατρεύει τις ταινίες εκείνης της εποχής που θα ήθελε να έχει γεννηθεί στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του σαν να βρισκόταν  σε εκείνη  την  εποχή. Αυτό  που με δυσκόλεψε  ήταν το να  μπω εγώ ο ίδιος στη διαδικασία να παρακολουθήσω πολλές από τις ταινίες που αναφέρονται στο έργο και να βρω ένα μέσο, έναν τρόπο, ένα κάτι τέλος πάντων που να με συνδέει με αυτές.

ΒΛ: Καταρχάς η μεγαλύτερη μου πρόκληση είναι η ίδια η παράσταση εξ ολοκλήρου καθώς πρόκειται για το ντεμπούτο μου στο θέατρο. Αμέσως μετά, το να μπορέσω να αναπαραστήσω στη σκηνή όλο αυτό που λέμε ''Μάης του '68" . Σινεμά,  επανάσταση, μουσική, έρωτας.

ΔΔ:.Νομίζω πώς το δυσκολότερο είναι η απόδοση της μποέμικης και ανάλαφρης αίσθησης, της φινέτσας που χαρακτήριζε την περιοχή και την εποχή. Εδώ είναι Βαλκάνια! Δεν ξέρουμε απ' αυτά..


 

Πόσο δύσκολη ή εύκολη, ευχάριστη η απαιτητική ήταν η διαχείριση του μουσικού σκέλους της παράστασης;

ΜΑ: Το μουσικό σκέλος της παράστασης όπως και προανέφερα ήταν ένας τεράστιος λόγος που με έκανε να θελω να συμμετέχω σε αυτή τη παράσταση. Με τον Δημήτρη Δημάκη που έγραψε τη μουσική για αυτή τη παράσταση και υποδύεται το ρόλο του Τεό και με την Βιβή Λέκκα που υποδύεται την Ιζαμπέλ περάσαμε όμορφες στιγμές προβάροντας τα μουσικά κομμάτια και μέσα από τα μουσικά κομμάτια κατά κάποιο τρόπο και κατά την ταπεινή άποψή μου ωρίμασε και η σκηνική/θεατρική σχέση των τριών ηρώων.

ΒΛ: Πολύ ευχάριστη αλλά ταυτόχρονα και απαιτητική με σκοπό να καταφέρω να ανταποκριθώ με συνέπεια στα μουσικά μέρη της παράστασης.

ΔΔ: Ως υπεύθυνος σε ό,τι αφορά το μουσικό κομμάτι, νομίζω πως δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω! Σίγουρα το χάρηκα όμως! 

55 χρόνια μετά τον Μάη τι κοινό βρίσκουν να έχουν με τους νέους εκείνης της εποχής στο σήμερα; Ποια είναι η επανάσταση που απαιτείται σήμερα;

ΜΑ: Ανάγκη   για  ελεύθερη  έκφραση, ανάγκη για ποιοτική   ζωή, ανάγκη   για ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ.Η επανάσταση που απαιτείται σήμερα για μένα είναι η προσωπική επανάσταση. Το προσωπικό. Έτσι το λέω εγώ. Χαίρομαι να γνωρίζω άτομα που μοιράζονται προσωπικές σκέψεις και  ζουν με προσωπικό  τρόπο. Με έναν  ειλικρινή  προς τον  εαυτό  τους τρόπο. Να γίνουμε  τα άτομα που θέλουμε  να γίνουμε, χωρίς  να επιτρέπουμε να  εισχωρούν μέσα μας  και να μας αλλοιώνουν τα σχόλια των άλλων και κυρίως χωρίς να κρίνουμε τον εαυτό μας. Ο Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος και καλύτερος Έλληνας τραγουδιστής που υπήρξε ποτέ. Ήταν και το 68 και συνεχίζει να είναι και το 2023.

ΒΛ: Το πάθος και η ορμή για διεκδίκηση είναι κάτι το οποίο με χαρακτηρίζει από μικρή. Είναι γνωρίσματα τα οποία υπήρχαν πολύ τότε. Τους έβλεπες όλους να παθιάζονται και να ορμούν ξέφρενοι στους δρόμους. Να διεκδικούν αυτά που τους ανήκουν. Είμαι της γνώμης ότι πρώτα πρέπει να αντιληφθούμε τι σημαίνει η λέξη "επανάσταση" . Στο σήμερα φαντάζει ιδιαίτερα ουτοπική. Θεωρώ πως χρειάζεται ολική επανεκκίνηση σε όλους τους τομείς.

ΔΔ: Όλα είναι κοινά! Τις ίδιες ανησυχίες που είχαν οι νέοι τότε, έχουν και τώρα. Το πολιτικό σύστημα και γενικά, η λογική και η νοοτροπία στην Ευρώπη δεν έχει αλλάξει καθόλου. Επανάσταση είναι η προσωπική εξέλιξη, ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα. Όλα τ' άλλα θα τα βρούμε!



Κριτική θεάτρου: «The dreamers/Οι ονειροπόλοι»



Το μυθικό ίζημα της εξέγερσης του Μάη του ’68 μεταφέρουν στην παράσταση του Γκίλμπερτ Αντέρ ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης και ο συγγραφέας – μεταφραστής Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης.

Οι μεθοδευμένες επαναστάσεις ξεκινούν ενθουσιώδεις και καταλήγουν βλοσυρές αλλά οι αυθόρμητες εξεγέρσεις δεν προλαβαίνουν (ευτυχώς!) να ωριμάσουν και παραμένουν γελαστές. Η γεύση τους μένει αξέχαστη επειδή είναι φρούτα που τρώγονται άγουρα – και τέτοια φρούτα, μοσχομυριστά, η δεκαετία του 1960 έβγαλε πολλά και σε όλα τα χρώματα της ελπίδας που υπόσχεται το ουράνιο τόξο. Είναι η δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία κι όλα όσα στον ζόφο που προηγήθηκε έμοιαζαν ανέφικτα φαντάζουν τώρα εφικτά. Ενα απρόβλεπτο, όμορφο κύμα ταράζει την επιφανειακή ηρεμία τόσο του καλοκαθισμένου δυτικού κόσμου όσο και της παγωμένης σοβιετικής επικράτειας. Η δυναμική του αναστατώνει τις βολεμένες συνειδήσεις και βγάζει στον δρόμο τον κόσμο που ασφυκτιά κλεισμένος σε στεγνά πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, πνιγηρά εταιρικά γραφεία και στρατοπεδικά πειθαρχημένα εργοστάσια. Οι εστίες της σφοδρής πολιτικής ανυπακοής γίνονται πυρκαγιά, απλώνονται γοργά από την Καλιφόρνια ως την Πράγα κι απ’ το Βερολίνο ως το Παρίσι ενώ οι ασυμμάζευτες σπίθες τους μεταφέρουν το μήνυμα: Να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο!

Ποιος φοβάται το νερό όταν κολυμπάει στα νιάτα;

Το 1968 αυτό το κύμα κορυφώνεται, ορμά στη Γαλλία και κατακλύζει το Παρίσι. Μα ποιος φοβάται το νερό όταν κολυμπάει στα νιάτα; – όπως οι τρεις ήρωες του Γκίλμπερτ Αντέρ από το βιβλίο «The dreamers», το οποίο μετέφρασε και διασκεύασε θεατρικά ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης. Στο ίδιο βιβλίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αλλά ο Μπαμπασάκης κορφολόγησε με το δικό του αισθητικό κριτήριο και αναδιέταξε τα σημεία αιχμής που επαρκούν για ένα γρήγορο πέρασμα του θεατή από το σημείο της ταραχής. Τα προανακρούσματα και το τελικό ξέσπασμα της παρισινής εξέγερσης περνούν απ’ τον φακό της κάμερας. Διανθίζονται με θεατρικές αναπαραστάσεις στιγμιοτύπων από το φιλμ νουάρ και τη νουβέλ βαγκ και εστιάζουν ιδιαίτερα στον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και τον Φρανσουά Τριφό. Ο Μπαμπασάκης είχε αναμφίβολα ευρύ περιθώριο αν ήθελε να μακρηγορήσει γύρω από τα ιστορικά γεγονότα μια που γνωρίζει λεπτομερώς τη δεκαετία του ’60 και την εκρηκτική της κορύφωση τον Μάιο του ’68. Προτίμησε όμως να αποστάξει το μυθικό ίζημα της εξεγερσιακής εμπειρίας και να μιλήσει συνοπτικά με κομμάτια κι αποσπάσματα, επιστρατεύοντας παράλληλα για τις τρέχουσες περιστάσεις την τεχνική μιας περιοδεύουσας αφίσας που θα σκεπαστεί εδώ για να φανεί παρακάτω, στην ελεύθερη ζώνη μιας ψυχογεωγραφικής περιπλάνησης ανοιχτής σε ζωηρές εντυπώσεις. Αντί για το ομιχλώδες φάντασμα κάποιας ούτως ή άλλως ανέφικτης εγκυκλοπαιδικής πληρότητας, κυνήγησε την εγκυρότητα της φλεγόμενης στιγμής κι αντί για το χρονικό των συμβάντων, περιέτρεξε με κομμένη ανάσα τον αισθηματικό τους ανάγυρο.

Το κερδισμένο στοίχημα της σκηνοθεσίας

Η συντομία της παράστασης υπήρξε όμως κερδισμένο στοίχημα και για τον σκηνοθέτη Πέρη Μιχαηλίδη, καθώς η επιλογή του ανταποκρίνεται άριστα στη συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου που χαρακτηρίζει κάθε εξέγερση. Στη θεατρική διασκευή του Μπαμπασάκη το κείμενο παίζει τον ρόλο επειγόμενου ξεναγού και η ευάρμοστη σκηνοθεσία του Μιχαηλίδη, συντονίζοντας σχεδόν αθέατα τον βηματισμό του, μεριμνά ώστε τα αφηγηματικά τοπία να εναλλάσσονται με ταχύτητα και οι στάσεις να είναι μικρές. Η απρόσκοπτη ροή υπηρετείται από την κινηματογραφική τεχνική του απότομου κοψίματος μιας σκηνής ή ακολουθεί τον ρυθμό μιας βιαστικής μετακόμισης όπου πολλά πράγματα παραμερίζονται για να ξεχαστούν. Ο,τι απομένει μοιάζει περισσότερο με διανεμόμενο φυλλάδιο παρά με βαριά δερματόδετη έκδοση, το μάτι τρέχει στα περιεχόμενα πριν από την ανάγνωσή τους και το ελεύθερο σχέδιο δραπετεύει από το κάδρο του.

Ο αδέσποτος δρομέας της ύπαρξης

Ο Μάης του ’68 ήρθε, έλαμψε και πέρασε με τη χάρη που έχει μόνο ο αδέσποτος δρομέας της ύπαρξης. Ετσι, με γνώμονα την ελαφρότητά του, την ευκινησία και την ιπτάμενη διάθεση της εποχής, ο Μιχαηλίδης δεν έχει ανάγκη να φορτώσει τη σκηνή με περιττά αντικείμενα ούτε να θωρακίσει τους ήρωές του με περίτεχνες κομμώσεις και βαρύ μακιγιάζ. Αρκείται στα καθημερινά κοστούμια με τα οποία η Δέσποινα Χειμώνα ντύνει τους ηθοποιούς και τους βγάζει βόλτα με τη χορογραφική αμεσότητα της Μαρίας Μάργαρη, φυλάγοντάς τους από τις κακοτοπιές κάθε μάταιης πόζας και χωρίς ο ίδιος να πολυφαίνεται ούτε βέβαια να υπογραμμίζει τη σκηνοθετική του άποψη με το ύφος αυστηρού σχολικού επιστάτη. Ο Μπάμπης Αθανασόπουλος ενσάρκωσε τον Μάθιου, τον Αμερικανό φοιτητή που βρίσκεται στον κυκλώνα της εξέγερσης, με τη δέουσα αμηχανία, τη σαστισμάρα και την έκπληξη του νεαρού που παρευρίσκεται τυχαία σε γεγονότα που τον υπερβαίνουν. Η Βιβή Λέκκα υποδύθηκε την άγουρη Ιζαμπέλ με ρυθμική άνεση και έδωσε στην ηρωίδα της τα απτά χαρακτηριστικά της αφρόντιστης διάθεσης και του άδολου ερωτισμού που χρωμάτισαν την εποχή των μεγάλων ονειροπολήσεων. Ο Δημήτρης Δημάκης, που συνέθεσε και τη μουσική της παράστασης ταμιεύοντας ποικίλες αναφορές από τη σκηνή του ’60, έπαιξε τον εμπειρότερο αδερφό της Ιζαμπέλ, τον Τεό, με την απαραίτητη σκιά τής κάπως πρώιμης, σχεδόν αναδρομικής μελαγχολίας που συνοδεύει τον ανάστατο παλμό των λαμπρών ιστορικών εκτινάξεων.



«Οι ωραίοι τελάληδες των ανεμπόδιστων απολαύσεων»


γράφει για την ΕφΣυν η Ιωάννα Σωτήρχου


Ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης μετέφρασε και διασκεύασε το βιβλίο του Γκίλμπερτ Αντέρ για τη «φλεγόμενη και γελαστή νιότη» του Μάη του ’68, ενώ ο Πέρης Μιχαηλίδης σκηνοθετεί ό,τι του θυμίζει τις περσινές κινητοποιήσεις των φοιτητών στις καλλιτεχνικές σχολές.

Οι ονειροπόλοι μιας άλλης εποχής, οι νέοι που είδαν την παραλία κάτω από την άσφαλτο, τον Μάη του ’68, ζωντανεύουν στο θέατρο Φούρνος στην παράσταση «The Dreamers»: ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης μετέφρασε και διασκεύασε το έργο που σκηνοθετεί ο Πέρης Μιχαηλίδης και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γκίλμπερτ Αντέρ το οποίο κυκλοφόρησε το 1988, και το 2003 το μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι.

 

Πρόκειται για την ιστορία τριών νέων στο Παρίσι, στις παρυφές της εξέγερσης του Μάη, των δίδυμων Τεό και Ιζαμπέλ και του Μάθιου, του Αμερικάνου φοιτητή που γίνεται φίλος τους. Η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από την Ταινιοθήκη της Γαλλίας και την αναπαράσταση των σκηνών που βλέπουν στον κινηματογράφο, ώσπου η ζωή τους παίρνει τη μορφή του ονείρου καθώς ξεσπά ο Μάης που σάρωσε τους νέους στην Ευρώπη. Πολιτικές και ερωτικές αναζητήσεις, φιλοσοφικές και σινεφίλ αναφορές και ζωντανή μουσική που έδωσε ρυθμό στις νεανικές αναζητήσεις ξετυλίγονται στη σκηνή μέσα από το βλέμμα των ηρώων του έργου, ενώ το κοινό παρακολουθεί την κοινωνικοπολιτική αναταραχή της εξέγερσης του Μάη σε μία παράσταση αφιερωμένη στη nouvelle vague των Ζαν-Λικ Γκοντάρ και Φρανσουά Τριφό, στον έρωτα, στα χαμένα όνειρα, στα θεωρητικά κείμενα και στα συνθήματα του Μάη του ’68, αλλά και σε όλο τον κόσμο που αναζητά σήμερα κοινωνική δικαιοσύνη.

 

Αυτά τα όνειρα ζωντανεύουν οι συντελεστές της παράστασης με τους οποίους συνομιλήσαμε· όνειρα που μπορεί να διαψεύστηκαν αλλά συνεχίζουν να φωτίζουν δείχνοντας τον δρόμο για την πραγμάτωσή τους, όσο υπάρχουν νέοι, δίψα για ζωή, κοινωνική χειραφέτηση και δικαιοσύνη.

 

● Πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος ζει μέσα από την πραγμάτωση των ονείρων του είναι ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, ο οποίος μας εξηγεί τι τον οδήγησε στη μετάφραση και διασκευή σε θεατρικό έργο του βιβλίου: «Μελετώ συστηματικά και μεθοδικά το ξέσπασμα του Μάη του ’68, την πρώτη επανάσταση πολυτελείας, την πρώτη εξέγερση που εμπνεύστηκε από την ποίηση και τη γιορτή, από την επιθυμία του ανθρώπου για μια ζωή πλήρη εντέλει.

 

Το μυθιστόρημα “The Dreamers / Οι Ονειροπόλοι” του Σκοτσέζου ποιητή και μυθιστοριογράφου Γκίλμπερτ Αντέρ [Gilbert Adair 29.12.1944-8.12.2011] πιάνει ακριβώς το πνεύμα αυτής της εξέγερσης: νιάτα, αισθησιασμός, κινηματογράφος, να γίνει πραγματικότητα το όνειρο, η τέχνη και η καθημερινότητα να σμίξουν, η φιλοσοφία να πραγματωθεί, πέρα από τα δόγματα και τις πολιτικές σκοπιμότητες.

 

Οταν ο φίλος Πέρης Μιχαηλίδης έριξε την ιδέα να μεταφερθεί στο θέατρο το μυθιστόρημα του Αντέρ, ενθουσιάστηκα. Εργάστηκα με κέφι το καλοκαίρι του 2023, υπό ποιητικές συνθήκες, ώστε να αποδοθεί το κλίμα του Μάη, η φλεγόμενη και γελαστή νιότη, η ποίηση των οδοφραγμάτων. Το φθινόπωρο, προχώρησα και στη μετάφραση του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.

 

Είμαι πεπεισμένος ότι η επικαιρότητα των ιδεών που ξαμολήθηκαν στους παρισινούς δρόμους πριν από 55 χρόνια είναι καυτή: ο άνθρωπος ζει μέσα από την πραγμάτωση των ονείρων του, μέσα από τις εκρήξεις της ευαισθησίας του, μέσα από τη στρατηγική οργάνωση των συγκινήσεών του.

 

Οι εξεγερμένοι του Μάη ήταν οι ωραίοι τελάληδες των ανεμπόδιστων απολαύσεων: “Ζήστε Χωρίς Νεκρό Χρόνο. Απολαύστε Χωρίς Φραγμούς”, κραύγαζαν μελωδικά οι παρισινοί τοίχοι.

 

Μπόλιασα το κείμενο του Γκίλμπερτ Αντέρ, καθώς το διασκεύαζα για το θέατρο, με αναφορές στον κινηματογράφο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, στα κείμενα των καταστασιακών/situationnistes, στις θεωρητικές έρευνες του Γκι Ντεμπόρ, στη ροκ μουσική της εποχής.

 

Η εργασία μου αυτή σημαίνει για μένα το τσίγκλισμα να ξαναδούμε μια (ανθο)δέσμη ιδεών και πράξεων τόσο στο ιστορικό της πλαίσιο όσο και στο πόσο μας αφορά σήμερα η επαναφορά τους στη συζήτηση».


 

 

«Σ’ εσάς που μας ακούτε»

● Οι κινητοποιήσεις των σπουδαστών στις δραματικές σχολές ήταν η έμπνευση για την επιλογή του έργου, όπως μας λέει ο σκηνοθέτης Πέρης Μιχαηλίδης:

 

«Η αφορμή ήταν να μιλήσω μέσα από ένα έργο που –όπως λέγαμε παλιά– να έχει ένα μήνυμα. Το σύγχρονο ρεπερτόριο περνάει κρίση, τα έχουν πει άλλωστε όλα ο Πίντερ κι ο Μπέργκμαν. Τα κλασικά έργα, ελληνικά και ξένα, μπήκαν εσπευσμένα στο “χειρουργικό κρεβάτι” της αποδόμησης –δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτό– κι αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο. Η κινητοποίηση των παιδιών των δραματικών σχολών τον χειμώνα που μας πέρασε ήταν το έναυσμα να προτείνω ένα κείμενο που μιλάει απευθείας στην καρδιά νέων ανθρώπων που αγάπησαν παράφορα το θέατρο, δουλεύουν σκληρά για να κάνουν πράξη το όνειρό τους κι είναι έτοιμοι να συγκρουστούν δίκαια με οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο. Ως λάτρης του σινεμά σκέφτηκα το “Dreamers” του Μπερτολούτσι, τον σκηνοθέτη του “1900” –που σε κάθε φοιτητικό δωμάτιο τη δεκαετία του ’70 υπήρχε μια αφίσα της ταινίας– και του “Κομφορμίστα”.

 

Στο “Dreamers – Οι Ονειροπόλοι” τρία νέα παιδιά, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, φανατικά σινεφίλ, συχνάζουν στη Γαλλική Ταινιοθήκη, ζουν μέσα από τις ταινίες και συμμετέχουν στην εξέγερση του Μάη του ’68. Ο παρορμητικός αέρας των νέων ηθοποιών πάνω σε μια σκηνή ενός παραδοσιακά πειραματικού θεάτρου, όπως είναι ο Φούρνος, με το διασκευασμένο κείμενο του Αντέρ από τον Ικαρο Μπαμπασάκη –συνοδοιπόρο σε ανάλογα εγχειρήματα– περιλαμβάνει ταινίες που σημάδεψαν το σινεμά αλλά και τις φωνές διαμαρτυρίας των φοιτητών του Γαλλικού Μάη μέσα από τα κείμενα του Γκι Ντεμπόρ και άλλων καταστασιακών.

 

Στο κείμενο του Αντέρ πρωταγωνιστούν οι σκηνοθέτες της νουβελ βαγκ (Γκοντάρ – Τριφό) που πρότειναν μια νέα γλώσσα στον κινηματογράφο, πιο κοντά στην κοινωνική πραγματικότητα τη γεμάτη ανισότητες, ενώ παράλληλα γίνονται αναφορές στη διανόηση της εποχής Σαρτρ, Φουκό, Ζενέ, Ντελέζ, που στήριξαν θεωρητικά αλλά και πρακτικά τους εξεγερμένους συμμετέχοντας στις διαδηλώσεις. Η Ευρώπη οδηγείται ταχέως στον συντηρητισμό, ο ξύλινος πολιτικός λόγος κυριαρχεί, τα συνθήματα του Μάη “Κάτω από το λιθόστρωτο είναι η παραλία” – “Συμβιώνουμε με το αρνητικό” – “Τρέχα σύντροφε ο παλιός κόσμος είναι πίσω σου” μεταφέρονται στη σκηνή “σαν πολύτιμο ορυκτό” με κοφτό ντανταϊστικό ελπιδοφόρο ανατρεπτικό χιούμορ που ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά με όνειρα που τελικά ισοπεδώθηκαν και διαψεύστηκαν».