Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σπούδασα στη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην Ακαδημία της Ρώμης και παρακολούθησα σεμινάρια με το Γκροτόφσκι και τους συνεργάτες του. Εργάστηκα ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτησα στις Κρατικές σκηνές, στο ελεύθερο θέατρο, δημιούργησα το "Θέατρο Μηχανή", έπαιξα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα διδάσκω υποκριτική.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ο δρόμος περνά από μέσα - Ιάκωβος Καμπανέλλης - Ιανουάριος 2020

«Ο δρόμος περνά από μέσα»: Εξαιρετική απόδοση Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Μικρό Χορν


Η παράσταση «Ο δρόμος περνά από μέσα» αφήνει στο θεατή να δώσει τις απαντήσεις. Το εξαιρετικό κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, γραμμένο το 1990 και σκηνοθετημένο από τον ίδιο στο πρώτο του ανέβασμα έχει από μόνο του μια υπέροχη οικονομία και ταυτόχρονα καίριους μονολόγους


Γράφει η Νατάσα Μαστοράκου για το in.gr

Ποιος είναι ο ρόλος ενός σπιτιού; Είναι απλώς τοίχοι και αντικείμενα που συνοδεύουν τις αναμνήσεις μας ή ένα ζωτικό σώμα με παλμό που ορίζει ήρωες και πρωταγωνιστές;

Η παράσταση «Ο δρόμος περνά από μέσα» αφήνει στο θεατή να δώσει τις απαντήσεις. Το εξαιρετικό κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, γραμμένο το 1990 και σκηνοθετημένο από τον ίδιο στο πρώτο του ανέβασμα έχει από μόνο του μια υπέροχη οικονομία και ταυτόχρονα καίριους μονολόγους.

Ο Χρήστος Σουγάρης που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία και την επεξεργασία του κειμένου (μαζί με τον Στέργιο Πάσχο) έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά χωρίς να χάνει σε καμία περίπτωση το κείμενο την αρχική του αίγλη. Και η μουσική του Στέφανου Κορκολή χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς λειτουργεί άρτια σε μια παράσταση που όλα είναι δουλεμένα και υπηρετούν το μέτρο.

Ο Κορκολής επέλεξε -πολύ σωστά- να μην αφήσει σε κανένα σημείο τη μουσική να υπερβεί το κείμενο. Αν και η συνθετική του ικανότητα μπορούσε να τον παρασύρει σε ένα ανοιχτό και εξωστρεφή έργο, όπως αυτά που τον χαρακτηρίζουν και αγαπάει ιδιαίτερα το κοινό, ωστόσο εδώ λειτούργησε άψογα σαν μέρος μιας ομάδας. Η μουσική δίνει το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί η πλοκή του έργου και μόνο στο τέλος με ένα αγγλόφωνο υπέροχο τραγούδι παίρνει τη σκυτάλη και δίνει χώρο στους θεατές για να επεξεργαστούν το φινάλε.

Χαρακτηριστική είναι η σκηνή του καβγά του Πέρη Μιχαηλίδη με τον Αλέξανδρο Βάρθη στην οποία λειτουργούν όλα τόσο καλοκουρδισμένα που νομίζεις ότι βλέπεις κινηματογραφική ταινία με την άψογη σύνθεση του Κορκολή να παίρνει ουσιαστικά μέρος και να μην αποτελεί απλώς σαν μουσική υπόκρουση.

Ένα σπίτι πρωταγωνιστής, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά και ήρωες που μοιάζουν καθημερινοί αλλά παραμένουν αέναοι, αναλλοίωτοι στο χρόνο.

Το παλιό αναμετράται με το καινούργιο, οι μνήμες και το συναίσθημα, με το εύκολο κέρδος, την αλλαγή, την ευκολία. Και όλα αυτά στην ουσία αναμετρούνται μέσα μας. Ο συμβολισμός του σπιτιού μπορεί εύκολα να αναλυθεί στην προσωπικό αγώνα του καθενός αλλά σε μια κοινωνική αλλαγή που ήδη την εποχή που γράφτηκε το κείμενο ήταν πολύ έντονη.

Χωρίς καθαρό πολιτικό σχόλιο ο Καμπανέλλης καταφέρνει να μας μεταφέρει με επιδέξιο τρόπο ανησυχίες μια εποχής που μοιάζει να θέλει να ξεφορτωθεί δεσμεύσεις και αγκυλώσεις αλλά παράλληλα να κρατήσει την παλιά της αίγλη.

Η παράσταση που έχει στηθεί στο μικρό Χορν έχει εκτός όλων των άλλων ένα μεγάλο πρωταγωνιστή. Ένα σπίτι, ένα γιγαντιαίο κουκλόσπιτο που ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες, ανοίγει και κλείνει, εγκλωβίζει και απελευθερώνει.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου αποφεύγει την ευκολία του παλαιού σπιτιού, με τα φθαρμένα έπιπλα και τα σκοροφαγωμένα ξύλα και ουσιαστικά λειτουργεί σαν εργαλείο στα χέρια των ηρώων. Όταν ο Πέρης Μιχαηλίδης μπαίνει μέσα σε αυτό, μοιάζει τεράστιο μέσα σε ένα μικροσκοπικό χώρο, εγκλωβισμένο στο παρελθόν του και όταν το κεφάλι της Ρούλας Πατεράκη εξέχει από την οροφή αυτόματα φανταζόμαστε ένα σώμα πεθαμένο και ένα κεφάλι που προσπαθεί να σωθεί.

Μικρά τέλεια δωματιάκια που φωτίζουν και σκοτεινιάζουν ανάλογα με τη σκηνή και ένα σπίτι που κινείται επί της ουσίας για να μας δείξει πως οι ήρωες νιώθουν μέσα, έξω αλλά και σε σχέση με αυτό.

Εκτός από τα δύο μεγαθήρια του ελληνικού θεάτρου, τον Πέρη Μιχαηλίδη και την Ρούλα Πατεράκη μεγάλη έκπληξη προκαλεί η υποκριτική ικανότητα της Κωνσταντίνας Κλαψινού.

Η νεαρή ηθοποιός κρατάει σε εντυπωσιακό βαθμό το ρυθμό του έργου και είναι αυτή που ισορροπεί ανάμεσα στους δύο κόσμους. Με πολύ καλή ροή, εναλλαγή συναισθημάτων και μια έμφυτη ευαισθησία ανήκει στις ηθοποιούς της νέας γενιάς που θα μας απασχολήσουν έντονα στο μέλλον. Στο πλάι της οι επίσης εξαιρετικοί Αλέξανδρος Βάρθης και Πάρης Θωμόπουλος.







Η επιλογή της εβδομάδας: «Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Θέατρο Μικρό Χορν


Γράφει η Βικτώρια Πέππα για το all4fun.gr

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν ένας πολυπράγμων Έλλην (Ναξιώτης στην καταγωγή), θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ποιητής, στιχουργός, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Τα κείμενά του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν σε μεγάλο αριθμό χωρών. Σε ηλικία 78 ετών δε, το 1999, αξιώθηκε να βιώσει την υπέρτατη πνευματική αναγνώριση και διάκριση και να ανακηρυχθεί μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Από μικρός είχε κλίση στη λογοτεχνία, όμως η κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τους οδήγησε στην Αθήνα, όπου αναγκάζεται το πρωί να δουλεύει και το βράδυ να σπουδάζει τεχνικό σχέδιο. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία, αλλά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, την περίοδο 1945-46, εντυπωσιασμένος από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, άρχισε να συγγράφει το πλούσιο έργο του.

Το “Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα” γράφτηκε το 1990, όταν ο ίδιος ήταν πιο ώριμος συγγραφικά κι είχε ήδη καθιερώσει το δικό του προσωπικό στυλ γραφής. Είχε πια στραφεί στις πιο ρεαλιστικές μορφές της αποτύπωσης των κοινωνικών ζητημάτων. Το έργο μιλά για ένα απλό σπίτι. Ένα ευρύχωρο και υψηρεφές νεοκλασικό κτίριο, με τη μοναδική διαχρονική ομορφιά του, γίνεται το “ακατάλληλο” υπόβραθρο για κοινωνικές κι όχι μόνο τριβές. Για άλλη μια φορά, το παρελθόν συγκρούεται με το παρόν, με μία αλλόκοτη ενέργεια...

ALEXANDROS_VAR8HS-KWNSTANTINA____KLAPSINOU-PERHS_MIXAHLIDHS-ROYLA_PATERAKH-PARIS_8WMOPOULOS.jpg

Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, βραβευμένος με το “Βραβείο Κάρολος Κουν”, ηθοποιός και ο ίδιος, επιδιώκει να δώσει μια άλλη πνοή στο σύγχρονο θέατρο, μια νοσταλγική νότα, που είναι πλέον δυσεύρετη στις σύγχρονες θεατρικές σκηνές. Εμφάθυνε στην ψυχολογία του Καμπανέλλη, αλλά και τη νοοτροπία των ηρώων του και μας παρουσίασε το μέλλον αυτού του σπιτιού με τις διαφορετικές προσωπικές προοπτικές των ενοίκων του. Των δύο βασικών ενοίκων, αλλά και των υπολοίπων τριών, που προέρχονται όλοι από διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, έχουν τελείως διαφορετικό ακαδημαϊκό υπόβαθρο, τελείως διαφορετική κοινωνική καλλιέργεια και επομένως, τελείως διαφορετική αντίληψη για το ακίνητο, το μέλλον του και το μέλλον τους.

Λάτρεψα την κ. Ρούλα Πατεράκη, στο ρόλο της Γλυκερίας, της οικονόμου. Ένας τόσο μικρός ρόλος για μια μεγάλη κυρία του θεάτρου, που ξέρει να επιλέγει συνεργασίες και κάθε φορά να αποδίδει όπως πρέπει. Λιτή ερμηνεία, όπως ταιριάζει στο ρόλο της στριφνής, περίεργης, αλλά και πιστής, παράλληλα, ψυχοκόρης - οικιακής βοηθού, που έζησε όλα της τα χρόνια στο σπίτι του αφεντικού της και το προστατεύει σαν να ήταν δικό της. Η ζωή της όλη αποτελείται πια από τα έπιπλα και τα σερβίτσια του αρχοντικού και η παρουσία της είναι έκδηλη – αλλά διακριτική – ακόμη κι όταν δεν είναι μέσα σ΄αυτό. Ο ρόλος αλλά και το υποκριτικό ταλέντο της κ. Πατεράκη, έφερναν πολύ συχνά χαμόγελο στα χείλη μας, όπως και πολλή συγκίνηση, για την αγάπη της και τη δοτικότητά της.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο του ιδιοκτήτη και οικοδεσπότη του νεοκλασικού, Φάνη Ποριώτη. Του πήγαινε γάντι, μιας κι έχει έμφυτη αυτή την κλασική θεατρική γοητεία, πράγμα που ακολούθησε και το ρόλο. Δεν τσιγκουνεύτηκε τη χάρη και την ευγένεια (που τόσο πολύ λείπει στη σύγχρονη εποχή), ούτε προς τους επίμονους νέους συνεργάτες ούτε και στον ελαφρώς επιθετικό μοναδικό ανηψιό. Ειδικά οι μεταξύ τους στιγμές ήταν βαθιά ανθρώπινες. Φάνηκε δε ότι προσέγγισε εγκάρδια την πιο λαϊκή τάξη, μέσα από τις αναλυτικές περιγραφές των επαφών του με τα καταστήματα της γειτονιάς. Ο Μιχαηλίδης παρέμεινε γεναιόδωρος συναισθηματικά μέχρι και την τελευταία στιγμή, όταν αντιλήφθηκε τελικά τις προθέσεις και τα σχέδια ολονών. Ωραίο στήσιμο και έκφραση προσώπου.


PARIS_8WMOPOULOS-KWNSTANTINA____KLAPSINOU-ROYLA_PATERAKH-PERHS_MIXAHLIDHS-ALEXANDROS_VAR8HS.jpg

Ο Αντωνάκος του Πάρι Θωμόπουλου απειλεί – επιτυχώς – με πονηριά όχι μόνο το κτίριο, αλλά και τους μόνιμους ενοίκους τους και διαφοροποιεί τα κίνητρά του από αυτά της γυναίκας του και του ανηψιού. Ο Θωμόπουλος ήταν ιδιαίτερα πειστικός, ως φιλόδοξος νέος κι ανερχόμενος επιχειρηματίας. Εκπροσώπησε επάξια τις στρατιές των νεόπλουτων νεο-Ελλήνων, που τόσο δραματικά καυτηριάζει ο Καμπανέλλης στο έργο του. “Κοντράρει” κεκαλυμένα στο έργο, αλλά ξεκάθαρα σ΄εμάς, τον ιδιοκτήτη της οικίας, βάλλοντας με την αμφιβόλου ηθικής μανιέρα του την μεσαία τάξη και τις “παλιές μεγάλες καλές αστικές οικογένειες”.

Πολύ γλυκιά η Κωνσταντίνα Κλαψινού στο ρόλο της όμορφης υποταγμένης συζύγου, Λίτσας. Υπάκουη και πολύ ευπειθής, η Κλαψινού γίνεται το κατάλληλο δόλωμα στα χέρια του συζύγου για την προσέλκυση κι άλλων νεόπλουτων, που διψούν για αντίκες κι αναγνώριση... Αποδίδει ευχάριστα το ρόλο της καταπιεσμένης συζύγου, που διψά – κατά βάθος – για οικονομική αποκατάσταση κι ελευθερία. Τα συναισθήματά της για τον ανηψιό του ιδιοκτήτητη δεν αποκρύπτουν το υποβόσκον οικονομικό συμφέρον, όμως η ερμηνεία της Κλαψινού μας αποκαλύπτει και μία άλλη πτυχή του ρόλου· την ανάγκη της για εσωτερική ανασυγκρότηση κι ανεξαρτητοποίηση.
Τέλος, στο ρόλο του ψυχρού τεχνοκράτη ανηψιού, ο εξαιρετικά ρεαλιστικός Αλέξανδρος Βάρθης. Πολύ συγκεντρωμένος σ΄αυτό που κάνει, διεκδικεί τα όποια δικαιώματά του στο ακίνητο χωρίς περιστροφές. Ακόμη κι όταν ο έρωτας του χτυπά την πόρτα (περισσότερο ως διαθέσιμη επιλογή, παρά ως πηγαίο συναίσθημα), δεν νοιώθει κανένα δεσμό με το αρχοντικό, ενώ υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα στο μυαλό του, για την μελλοντική εκμετάλλευση του ακινήτου. Ο Βάρθης εκπροσωπεί δυναμικά τη νεώτερη, την πιο σύγχρονη γενιά, που απεμπολεί το οικογενειακό παρελθόν, προς όφελός του.

Έξυπνη η σκηνοθετική άποψη να δοθεί τόση μεγάλη σημασία και λεπτομέρεια στο σκηνικό, μιας κι αυτό συνιστά τη θεματική βάση της ιστορίας. Το ζηλευτό κουκλόσπιτο-αρχοντικό της Ελένης Μανωλοπούλου δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό, αλλά το βαθύ αίτιο των συγκρούσεων και το σημαντικότερο λόγο του κοινωνικού προβληματισμού. Δικαίως θεωρήθηκε βασικό και νευραλγικό μέρος της παράστασης, μιας και συμβόλιζε σαφείς και πολυσημικές έννοιες κι αξίες. Αποτελεσματικός ο φωτισμός του Γιάννη Δρακουλαράκου, όπως και τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα. Όσο για τη μουσική επένδυση του Στέφανου Κορκολή, θεωρώ ότι ήταν το απόλυτο μουσικό πλαίσιο, καθώς ο Κορκολής δεν παρασύρθηκε από την αναμφισβήτητη προσωπική επιτυχία του, αλλά αντίθετα, “έντυσε” με χάρη και αρμονική ταπεινότητα την παράσταση, σεβόμενος το κείμενο και όλους τους συμμετέχοντες, δίνοντάς τους απόλυτη προτεραιότητα.

ROULA_PATERAKH-KWNSTANTINA____KLAPSINOU.jpg

Κι από τέτοιου είδους υλικές διεκδικήσεις, κανένας δεν βγαίνει ψυχικά αλώβητος... Τρυφερή κι ευαίσθητη προσέγγιση, γεμάτη λυρισμό (προσφέρεται βέβαια και το έργο). Διάβασα αρκετές κριτικές για τη συγκεκριμένη παράσταση. Κάποιες όχι ιδιαίτερα κολακευτικές. Δεν είχα τη χαρά και την τύχη να δω προηγούμενο θεατρικό του ανέβασμα. Όμως, από τη δική μου ματιά - από τη θέση του θεατή και του συναισθανόμενου – το αποτέλεσμα ήταν θετικότατο. Είδα μια πολύ ωραία παράσταση, σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά, που ειλικρινώς θα πρότεινα στους φίλους μου.





Ο Δρόμος περνά από μέσα - Ιάκωβος Καμπανέλλης | Θέατρο Μικρό Χορν


Γράφει ο Πάνος Αντωνόπουλος για το envivlio.com

Στην παράσταση «Ο δρόμος περνά από μέσα» του εμβληματικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη στο θέατρο Μικρό Χορν, το νεοκλασικό του Φάνη Ποριώτη, μας ανοίγει την πόρτα του. Το έργο πραγματεύεται την αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, την παλιά δηλαδή αριστοκρατία και τους νέους αστούς, των οποίων η ευμάρεια στηρίζεται πλέον στην οικονομική επιφάνεια και όχι την καταγωγή.

Στην Ελλάδα της αντιπαροχής, η νέα γενιά -την οποία βλέπει το κοινό στην ξεχωριστή ερμηνεία του ταλαντούχου Αλέξανδρου Βάρθη ως Αντρέα Ποριώτη- είναι εξοικειωμένη με την ιδέα και την προοπτική της απαλλοτρίωσης της οικογενειακής περιουσίας και της με κάθε τίμημα εκμετάλλευσής της.

Ο θείος, Φάνης Ποριώτης, τον οποίο έξοχα ερμηνεύει ο Πέρης Μιχαηλίδης, αντιτάσσει στην οικονομική ανάγκη το συναισθηματικό δέσιμό του και αποζητά την ενδιάμεση λύση, την οποία τελικά φαίνεται πως του προσφέρει ο αντικέρ Χάρης Αντωνάκος (Πάρης Θωμόπουλος) και η σύζυγός του Λίτσα (Κωνσταντίνα Κλαψινού).

Ο μοναδικός Μιχαηλίδης μεταδίδει με υποκριτική μαεστρία τόσο την ψυχική κούραση του παλαιού αριστοκράτη - ιδιοκτήτη που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, τις οποίες όμως δεν ομολογεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό όσο και την ελπίδα της θετικής αλλαγής. Στο πρόσωπο του Χάρη Αντωνάκου, που ενσαρκώνει εξαιρετικά και μεστά ο Πάρης Θωμόπουλος, το κοινό βλέπει την προσωρινή λύση, μια λύση που ο ίδιος ο Ποριώτης δεν ονομάτισε καν ποτέ, δεν της έδωσε υπόσταση και βαρύτητα, μια συμφωνία που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να «πάρει πίσω».

Η αγαπημένη Ρούλα Πατεράκη, που ζωντανεύει στη σκηνή τη Γλυκερία, την οικονόμο του σπιτιού από την εποχή της οικονομικής ευρωστίας της οικογένειας μέχρι και το σήμερα, με μια πιραντελική σχεδόν ενσάρκωση προσπαθεί με νύχια και με δόντια να συντηρήσει την παλιά αίγλη της οικογένειας και αρνείται στην ουσία να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα. Η Ρούλα Πατεράκη σε αυτήν την τόσο απολαυστική, γκροτέσκο και πιο εξωστρεφή ερμηνεία -σε σχέση αυτές των προηγούμενων παραστάσεων των τελευταίων ετών- δίνει στην παράσταση μια κωμικοτραγική νότα, όπως άλλωστε είναι συχνά και η ίδια η ζωή. Αποτελεί μαζί με τον ιδιοκτήτη του νεοκλασικού, τη θέληση, τη μη παραίτηση από ένα παρελθόν, εμφορούμενο με ιδανικά και ιδέες που βρίσκονται στην κορυφή του προσωπικού συστήματος αξιών της και η υπονόμευση των οποίων προκαλεί τον θυμό και την αγανάκτησή της. Στη θέα του αντικέρ και της γυναίκας του Λίτσας που γοητευτικά ενσαρκώνει η Κωνσταντίνα Κλαψινού, η Γλυκερία οργίζεται και αντιδρά περισσότερο μάλλον γι’ αυτό που αντιπροσωπεύουν οι δυο τους, για τη νέα τάξη πραγμάτων, παρά για τους ίδιους τους χαρακτήρες που όπως φαίνεται κατά τη διάρκεια της παράστασης λυπάται ή ακόμη-ακόμη προστατεύει. Η Πατεράκη και εδώ χαρίζει απλόχερα την πλούσια εκφραστικότητά της, προσεγγίζοντας τον ρόλο με το δικό της μοναδικό τρόπο.

Η Κωνσταντίνα Κλαψινού με πληρότητα και σαφήνεια ενσαρκώνει τη Λίτσα καταφέρνοντας να εισάγει στο νου του θεατή τα δίπολα φιλοδοξία – έρωτας, σύμβαση – έρωτας. Η Λίτσα είναι μια γυναίκα που μέχρι πρότινος ζει ακολουθώντας ένα πλάνο, μια συνθήκη που θα την οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον μα τώρα πια στα μάτια του νεαρού ανιψιού του ιδιοκτήτη αφήνει τη γυναικεία φύση της να επικρατήσει της λογικής και της σύμβασης, την οποία ο σύζυγός της έχει βαθιά ριζώσει μέσα της στοχεύοντας στην εκμετάλλευση τόσο της ίδιας όσο και του περιβάλλοντος του με σκοπό το μέγιστο κέρδος. Ο Χάρης Αντωνάκος με τη δυναμική του κίνηση, το πυκνό και συχνά επιθετικό λόγο, καταφέρνει πολλές φορές να θυμώσει τον θεατή, τον οποίο και τοποθετεί στη θέση όλων εκείνων που υπόκεινται άδικη εκμετάλλευση.

Μια άρτια σκηνοθετημένη παράσταση από τον Χρήστο Σουγάρη που αποτυπώνει την εξπρεσιονιστική κλίση του Καμπανέλλη, με αναφορές στον «νέο κόσμο», με σκηνοθετική σαφήνεια στις ποιητικές καταγραφές της πληθώρας των ερεθισμάτων και της υπαρξιακής μοναξιάς, της ψυχικής αστάθειας του υποκειμένου των ηρώων στα εφιαλτικά τοπία των μοντέρνων βιομηχανικών μεγαλουπόλεων.

Ο σκηνοθέτης καταγράφει επιτυχώς πως «ο δρόμος περνά από μέσα» είναι μια «φέτα ζωής», μια πτυχή της κοινωνίας της εποχής εκείνης, μια απλή μεν ιστορία που αναδεικνύει δε σημαντικά ζητήματα και αντιθέσεις.

Το ευφυέστατο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, εκτός του ότι από μόνο του αποτελεί ένα έργο τέχνης, μιας και η μινιατούρα του διώροφου νεοκλασικού, που χώρεσε στη σκηνή του θεάτρου Χορν, εντυπωσιάζει, αποτυπώνει στα μάτια των ηρώων όλη τη ζωή τους που προηγήθηκε και μοιάζει με μια εύστοχη παρομοίωση του τρόπου με τον οποίο η νέα κοινωνία βλέπει τις ζωές των ανθρώπων που επιθυμούν να κρατήσουν το παλαιό σύστημα αξιών τους , το οποίο και ασθμαίνει, ζωντανό.

Μια έξοχη παράσταση, μια όμορφη εικόνα, μια αξιόλογη ματιά στο παρελθόν, ένα ταξίδι στο χρόνο, τα νοήματα του οποίου παραμένουν διαχρονικά, αφού οι άνθρωποι έρχονται συχνά αντιμέτωποι με αντίστοιχα ζητήματα, ιδίως την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, ζητήματα όπως η παραίτηση από προηγούμενες συνήθειες, η «έκπτωση» της αξιοπρέπειας, καθώς και θέματα υποβιβασμού της κοινωνικής θέσης.

Μια εξαιρετική παράσταση με μαέστρους την Πατεράκη και τον Μιχαηλίδη, ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερης αισθητικής και βαθιάς συναισθηματικής αξίας που μοιάζει με μια σπάνια αντίκα ενός νεοκλασικού κτιρίου που επιβιώνει έως σήμερα.

Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Επεξεργασία κειμένου: Στέργιος Πάσχος και Χρήστος Σουγάρης
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια : Χριστίνα Κωστέα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Επιμέλεια κίνησης : Νατάσσα Σαραντοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σίλια Κόη
Β' βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης
Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Κανελλοπούλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Ρενάτα Γκίκα
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σχεδιασμός γραφιστικών: Θωμάς Παπάζογλου

ΠΑΙΖΟΥΝ:

Ρούλα Πατεράκη
Πέρης Μιχαηλίδης
Πάρης Θωμόπουλος
Κωνσταντίνα Κλαψινού
Αλέξανδρος Βάρθης

Μια συμπαραγωγή του Απο Μηχανής Θεάτρου και Loopa Productions





Ο Πέρης Μιχαηλίδης στο «Μικρό Χορν» - «Τα κλασικά κείμενα είναι ένας καθεδρικός στη μέση της ερήμου»


Συνέντευξη στον Μηνά Βιντιάδη για "Το Ποντίκι"



Επειδή είναι Αιγυπτιώτης Έλληνας, όπως κι εγώ, τον αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι όμως καλός σκηνοθέτης και καλός ηθοποιός, αθόρυβος, δημιουργικός, καίριος, οπότε μ’ αφορμή την παράσταση που πρωταγωνιστεί - «Ο δρόμος περνά από μέσα», του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο «Μικρό Χορν»- αλλά και τη ζωή του μέσα στο θέατρο, συναντηθήκαμε και τα είπαμε από κοντά.

Στο έργο αυτό, ο Καμπανέλλης κλείνει το μάτι στον Μπέκετ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, και αφηγείται με τρόπο αλληγορικό την ιστορία μιας οικογένειας, που χρόνια τρώει η ίδια τα σωθικά της. Την οικογένεια στοιχειώνουν γεγονότα αδιευκρίνιστα, ακαθόριστα, ερμηνευμένα από κάθε πλευρά με τρόπο που την εξυπηρετεί. Η παράσταση ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με «Κάρολος Κουν» Χρήστου Σουγάρη, με τους Ρούλα Πατεράκη, Πέρη Μιχαηλίδη, Πάρι Θωμόπουλο, Κωνσταντίνα Κλαψινού και Αλέξανδρο Βάρθη.

-Ένα κλασικό έργο σήμερα. Αλλάζουν τα μηνύματα;

Η δύναμη ενός κλασικού κειμένου συνίσταται στη διαχρονική αξία των μηνυμάτων . Κάθε εποχή έχει την δυνατότητα να διαβάζει τα κείμενα με βάση τις τρέχουσες κοινωνικές κι αισθητικές τάσεις. Η δύναμη όμως ενός κλασικού έργου είναι αναλλοίωτη καθώς περικλείει πανανθρώπινες αξίες.
Σήμερα υπάρχει μια μεγάλη στροφή στα κλασικά κείμενα τα οποία δεινοπαθούν από τις νεωτερίζουσες και ‘’σύγχρονες’’ προσεγγίσεις. Η αξία ωστόσο των κειμένων αυτών παραμένει αναλλοίωτη σαν ένας καθεδρικός στη μέση της ερήμου.

-Δυο λόγια για την προσέγγιση του δικού σας ρόλου.

Ο Φάνης Ποριώτης , ο ήρωας όπως τον έπλασε στο τελευταίο του έργο ο Ιάκωβος Καμπανέλλης , είναι ένας μονήρης ένοικος ενός παλιού αρχοντικού ζώντας στο παρελθόν αρνούμενος πεισματικά να δεχθεί τη νέα πραγματικότητα που έχει να κάνει με την ‘’κατεδάφιση’’ του σπιτιού του και ταυτόχρονα των ονείρων του.
Ένας άνθρωπος που ζει ανάμεσα στη Μπεκετική σιωπή , στους νεκρούς του σπιτιού αλλά και βαθιά προσηλωμένος στο παρελθόν. Γι αυτόν κάθε σημείο του σπιτιού ,τα έπιπλα, αλλά και οι άνθρωποι που έζησαν εκεί είναι ο κόσμος που πεισματικά αρνείται να αποχωριστεί. Όλα αυτά συμπυκνώνονται στη φράση .. άρνηση στην κατεδάφιση.

Ο ήρωας αρνείται να παραδοθεί σε μία σύγχρονη πραγματικότητα όσο κι αν αυτή του παρουσιάζεται ως ευοίωνη.

Ο Φάνης Ποριώτης είναι το σκληρό μέταλλο το οποίο εξοστρακίζεται ανεπαισθήτως από την σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία και τείνει να εξαφανιστεί .

-Τι κερδίζει ο ηθοποιός σε κάθε νέα συνεργασία;

Όπως έλεγε κι ο Χορν το θέατρο είναι χαρά κι απελπισία.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν συνεργασίες οι οποίες προάγουν την αισθητική σου και σου δημιουργούν μια ψυχική ανάταση κι άλλες που σε καταβαραθρώνουν και σε αρρωσταίνουν.

Ένας ηθοποιός θα πρέπει να εμπλουτίζει τον εαυτό του με εμπειρίες κι ίσως τελικά αυτή να είναι κι η αξία της κάθε συνεργασίας ?

Δεν έχω ακόμη απαντήσει σε αυτό.

-Μια ατάκα από το έργο που μίλησε στην ψυχή σας.

Τι πειράζει να αφήνουμε τη φαντασία να συμπληρώνει κάποια κενά..και Όποιος θυμάται πολλά προτιμά να σωπαίνει.

-Έχετε πει, ως δάσκαλος που είστε, ''να απελευθερώσουμε το θέατρο από το θέατρο". Πως γίνεται αυτό;

Η έκρηξη της δεκαετίας του ‘70 έφερε στο προσκήνιο διάφορα κινήματα που απεγκλώβιζαν την τέχνη από τα στεγανά των αστικών θεάτρων. Κώδικες του αστικού θεάτρου άρχισαν να αποδομούνται και τη θέση τους να παίρνει μια πιο ελεύθερη κι ίσως μια πιο συναισθηματική προσέγγιση .
Σήμερα ο φορμαλισμός στις εκφράσεις κι ενίοτε ο καταναγκαστικός έλεγχος των εκφραστικών μέσων, δημιουργεί αφυδατωμένους ηθοποιούς οι οποίοι εκτελούν εντολές χωρίς ίχνος συγκίνησης.
Βαθιά μου επιθυμία- πέρα από την καλλιέργεια των εκφραστικών μέσων και των θεωρητικών γνώσεων που διδάσκω στους μαθητές - να ενεργοποιήσω σε αυτούς ξανά την αρχική ορμητική επιθυμία τους να ασχοληθούν με το θέατρο.
Για μένα το θέατρο είναι μια παράφορη γιορτή γεμάτη συγκίνηση κι όλα τα άλλα έρχονται με την τεχνική.

-Η Αίγυπτος, ο ελληνισμός , η κουλτούρα της εποχής, πως διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την αισθητική σας;

Η Αλεξάνδρεια – του Καβάφη -με ακολουθεί..τα παιδικά μου χρόνια εκεί καθόρισαν και όλη μου τη ζωή. Έχω μιλήσει πολλές φορές για την Αλεξάνδρεια και δεν θα σταματήσω μέχρι το τέλος . Η κουλτούρα που βίωσα από τους συγγραφείς, τους ποιητές , την μουσική είναι σαν ένας γλυκός άνεμος που έρχεται και με συνεπαίρνει κάθε φορά που τη νοσταλγώ.

5 σταθμοί της ζωής του Πέρη Μιχαηλίδη

1.Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
2.Η Θεσσαλονίκη σαν τόπος και αέναης επιστροφής και τα χρόνια στο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και δάσκαλος.
3.Η συνάντησή μου στη σκηνή με τη Δέσπω Διαμαντίδου στο ‘’Χάρολντ και Μώντ’’.
4.Το Άγιο Όρος και η σταθερή μου αναφορά σε αυτό.
5.Η δημιουργία του θεάτρου Μηχανή που παρουσίασε πρωτοποριακά έργα σε μη αμιγώς Θεατρικούς χώρους.





Σαν Μαγεμένοι: Ο δρόμος περνά από μέσα, του Ιάκωβου Καμπανέλλη


Παρουσίαση: Γιώργος Δαράκης για την ΕΡΤ



Πατήστε εδώ για το βίντεο της εκπομπής

Ζει μόνος στο παρηκμασμένο νεοκλασικό του με συντροφιά την αφοσιωμένη οικονόμο του.
Ξαφνικά, εισβάλουν ένας πολυμήχανος επιχειρηματίας με την όμορφη γυναίκα του και σχέδιο για την εκμετάλλευση του ακινήτου, αλλά και ο εξ Ευρώπης τεχνοκράτης ανιψιός και κληρονόμος.
Το διαχρονικό, βαθιά πολιτικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη για την επώδυνη μετάβαση από το παλιό στο νέο. Στην εκπομπή, ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης και οι ερμηνευτές Ρούλα Πατεράκη, Πέρης Μιχαηλίδης, Πάρις Θωμόπουλος, Κωνσταντίνα Κλαψινού και Αλέξανδρος Βάρθης, μιλούν για τον τρόπο που προσέγγισαν το έργο.

Μια διαφορετική ματιά σε θεατρικές παραστάσεις της σεζόν, οι οποίες αποτελούν λόγο αλλά και αφορμή για την προσέγγιση των ανθρώπων του θεάτρου: συγγραφέων, σκηνοθετών, ηθοποιών, σκηνογράφων, φωτιστών, ενδυματολόγων.
Η εκπομπή μάς ταξιδεύει σε μια θεατρική δημιουργία. Ξεναγός μας η ματιά των συντελεστών της παράστασης αλλά και άλλων ανθρώπων, που υπηρετούν ή μελετούν την τέχνη του θεάτρου. Αρωγός, χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την παράσταση.
Μια διαδικασία αναζήτησης: ανάλυση της συγγραφικής σύλληψης, της διαδικασίας απόδοσης ρόλων, της ερμηνείας τους και τελικά της προσφοράς τους σε όλους μας. Όλες αυτές οι διεργασίες που, καθεμιά ξεχωριστά, αλλά τελικά όλες μαζί, επιτρέπουν να ανθήσει η μαγεία του θεάτρου.

Εσωτερική παραγωγή της ΕΡΤ.
Αρχισυνταξία: Γιώργος Δαράκης
Διεύθυνση παραγωγής: Κορίνα Βρυσοπούλου
Διευθυντής φωτογραφίας: Ανδρέας Ζαχαράτος
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Λυκούδης





Κριτική στο "Ο Δρόμος περνά από μέσα"


Γράφει η Ντίνα Καρρά για το onlytheater.gr



«Ο Δρόμος Περνά από Μέσα» θεωρείται το ωριμότερο και βαθύτερο θεατρικό πόνημα του σπουδαίου Iάκωβου Καμπανέλλη, το οποίο παρουσιάζεται στο θέατρο Μικρό Χορν σε ευφάνταστη σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη.

Πρόκειται για εμβληματικό κείμενο του 1990, γραμμένο με μαεστρία και συγγραφική ευφυΐα, εξαιρετικούς διαλόγους και ακρίβεια στην αποτύπωση των χαρακτήρων. Διαχρονικό και επίκαιρο όσο ποτέ, βαθιά πολιτικοποιημένο, δίχως λέξη πολιτική μέσα, σε μία Ελλάδα που συνεχώς αιμορραγεί. Σκιαγραφεί με σαφήνεια δύο διαφορετικούς κόσμους σ' ένα ανελέητο πεδίο σύγκρουσης αρχών και αξιών. Μία σκληρή μάχη που οδηγεί στη συνειδητοποίηση μέσω «ανθρωποθυσίας», ισοπεδώνοντας ό,τι οι ήρωες πάσχιζαν να υπερασπιστούν. Η άγνοια της ιστορίας αποτελεί ύβρι και η καταιγίδα δεν αργεί να ξεσπάσει, ανατρέποντας τα πάντα.

Ο πάλαι ποτέ μεγαλοαστός Φάνης Ποριώτης ζει μαζί με την αφοσιωμένη οικονόμο του σ΄ένα νεοκλασικό πλουσιόσπιτο που καταρρέει. Αρνείται πεισματικά να το κατεδαφίσει για την ανοικοδόμιση εμπορικού συγκροτήματος και αναγκάζεται να πουλάει κάποια αντικείμενα αξίας για να το συντηρεί. Στην πορεία, εμφανίζεται ο συγκληρονόμος ανιψιός του Ανδρέας Ποριώτης με σοβαρές βλέψεις για το σπίτι. Ένα λαϊκό ζευγαράκι εισβάλλει με τη σειρά του στο σπίτι, με σκοπό να ανελιχτεί κοινωνικοοικονομικά, πέφτοντας με τα μούτρα στη γοητεία της μπουρζουαζίας και σ' αυτό το σημείο συμβαίνουν οι μεγάλες ανατροπές.

Μέσα στο επιβλητικό αρχοντικό, κατοικημένο από σκωροφαγωμένα έπιπλα και ανήσυχες σκιές νεκρών, ο παλιός κόσμος συναντά τον καινούριο όπου το παρελθόν, ως ανάμνηση, φόβος ή τύψη, συγκρούεται με το αδίστακτο παρόν, το οποίο παλεύει να φτιάξει με κάθε μέσο τη δική του ιστορία επιβίωσης και επιβολής. Οι χαρακτήρες της ιστορίας είναι μεστοί και ανθρώπινοι με όνειρα και φιλοδοξίες.
Αισθάνονται την ανάγκη να αγαπήσουν και ν' αγαπηθούν, να κρατήσουν την ιστορία ζωντανή, να ρουφήξουν τη ζωή και να την απολαύσουν στάλα στάλα. Από τη μια πλευρά, ο παλαιών αρχών γηραιός αστός προσκολλημένος στις μνήμες του παρελθόντος και από την άλλη, ο αυτοδημιούργητος Νεοέλληνας, ο αριβίστας της αρπαχτής και του εύκολου κέρδους.

Ανάμεσα σε δύο ασυμφιλίωτους κόσμους, ο συγγραφέας συνθέτει ένα κουιντέτο για τρεις ανδρικές και δύο γυναικείες φωνές και μας καλεί να το ακούσουμε προσεκτικά και προπάντων, δίχως προκατάληψη. Γνωρίζει ότι και εμείς, όπως ο γέροντας ένοικος του παλιού αρχοντικού, αδυνατούμε να αποφασίσουμε για την ενοχή ή την αθωότητα της ανθρώπινης μοίρας.

Σκηνοθετικά, ο Χρήστος Σουγάρης με την αρωγή της Σίλιας Κόη και του Νικόλα Ιωακειμίδη στήνει ένα αξιοπρόσεχτο, καινοτόμο θεατρικό παιχνίδι όπου οι ηθοποιοί μοιάζουν να παίζουν με τα παιχνίδια τους. Εμφυσά στο κείμενο μοντέρνα πνοή δίχως να το αλλοιώνει. Με ρηξικέλευθο τρόπο ενώνει το παλιό με το νέο αφήνοντας τους χυμούς και τα πολυσήμαντα μηνύματα του έργου να αναδυθούν. Στήνει βήμα βήμα τη διαδρομή μιας οικογένειας που τρώει τα σωθικά της και στο τέλος όλοι είναι θύματα, αφού έχουν καταχραστεί την «ησυχία» του σπιτιού.

Αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της παράστασης αναδεικνύεται το ευφυές σκηνικό τοπίο δια χειρός Ελένης Μανωλοπούλου. Άκρως εμπνευσμένο εύρημα το αναδιπλούμενο, κουκλίστικο αρχοντικό αποτελούμενο από πολλά δωμάτια και διακοσμημένο με έπιπλα αντίκες και αντικείμενα μινιατούρες, όλα προσεγμένα στην λεπτομέρεια. Το μέγεθος του σπιτιού αλληγορικό σε σχέση με τη συναισθηματική και υλική του αξία.

Αρμόζουσες οι ενδυματολογικές επιλογές της Χριστίνας Κωστέα, υπαινικτικοί οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου, σωστή η επιμέλεια κίνησης της Νατάσσας Σαραντοπούλου.

Ειδική μνεία, στις απόκοσμες μουσικές συνθέσεις του Στέφανου Κορκολή, απόλυτα ταιριαστές στο ύφος του έργου. Το τραγούδι «Silence», στο φινάλε της παράστασης, στέφει τη σιωπή νικήτρια.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης υποδύεται το «Φάνη Ποριώτη», έναν οικονομικά ξεπεσμένο αριστοκράτη, που αρνείται να πουλήσει το σπίτι του και μαζί και το παρελθόν του. Αυθεντικός, πηγαίος, μεστός αναδεικνύει τη σκηνική του αρτιότητα.

Η Ρούλα Πατεράκη υφαίνει με αξιοζήλευτο υποκριτικό οίστρο την αφοσιωμένη οικονόμο «Γλυκερία», τη γυναίκα που υπηρετεί με πίστη και αγάπη το αφεντικό της επί σειρά ετών. Μολονότι αντιδρά στους ξενόφερτους επισκέπτες και τις μελλοντικές αλλαγές, προαισθάνεται το κακό, αλλά νιώθει ανήμπορη να αντιδράσει.

Ο Πάρις Θωμόπουλος ενσαρκώνει το «Χάρη Αντωνάκο» με αξιοπιστία και ευθυβολία. Είναι ένας πολυμήχανος λαϊκός άνθρωπος, αυτοδημιούργητος και χωρίς αναστολές, που έχει θητεύσει στο σχολείο της ζωής. Σωστό αρπακτικό που θυσιάζει τα πάντα στον βωμό του χρήματος.

Η Κωνσταντίνα Κλαψινού ως «Λίτσα» κινείται με συγκινησιακή σθεναρότητα. Είναι το δημιούργημα του συζύγου της που διψάει για ζωή, λαχταρά την ελευθερία που της έχει στερηθεί και ψάχνει εκείνο το «άλλο» που θα την οδηγήσει στη χειραφέτηση και στην ανασυγκρότησή της.

Ο Αλέξανδρος Βάρθης ερμηνεύει τον «Ανδρέα Ποριώτη», τον ανιψιό και κληρονόμο του σπιτιού με υποκριτική επιδεξιότητα και ακρίβεια. Νέος, ωραίος, τεχνοκράτης και φιλόδοξος περιφέρεται ως «προσκλησοδίαιτος» στα ευρωπαϊκά σαλόνια και επιθυμεί την κοινωνική του ανέλιξη, δίχως συναισθηματισμούς και μνήμες.

Μέσα στη μαγεία του ωραίου αυτού ερειπίου γεμάτο πάθη, μίση, έρωτες, θυσίες, ηρωισμούς και προδοσίες, συγκρούεται το ένδοξο παρελθόν με το αδίστακτο παρόν. Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή, τα σκουλήκια κατατρώνε τις αντίκες και το τραγούδι της φθοράς κυριαρχεί παντού. «Ο Δρόμος Περνά από Μέσα», μία γόνιμη παράσταση με θετικό πρόσημο που περιγράφει παραστατικά όλους εκείνους τους ανθρώπους που γαλουχήθηκαν με το όνειρο της αρπαχτής για να καταλήξουν χαμένοι, μπερδεμένοι και καταρρακωμένοι.





Ο δρόμος περνά από μέσα, του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Θέατρο Μικρό Χορν


Στο Θέατρο Μικρό Χορν παρουσιάζεται το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο δρόμος περνά από μέσα» σε σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη.

Από culturenow.gr



Η παράσταση «Ο δρόμος περνά από μέσα» είναι μια συμπαραγωγή της Loopa Productions και του Από Μηχανής Θεάτρου. Μπορεί ένα σπίτι να πεθάνει; Και μάλιστα από πνευμονικό οίδημα; Οι γλωσσομαθείς βιβλιόφιλες κατσαρίδες, τα σκουλήκια που τρώνε τα έπιπλα, και οι νεκροί που κατοικούν μέσα σ΄ αυτό το σπίτι, έχουν δικαιώματα πάνω του;

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης κλείνει το μάτι στον Μπέκετ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, και αφηγείται με τρόπο αλληγορικό την ιστορία μιας οικογένειας, που χρόνια τρώει η ίδια τα σωθικά της. Την οικογένεια στοιχειώνουν γεγονότα αδιευκρίνιστα, ακαθόριστα, ερμηνευμένα από κάθε πλευρά με τρόπο που την εξυπηρετεί.

Το νεοκλασικό με το ένδοξο παρελθόν – τέτοια είναι πια σπάνια -, ως περιουσιακό στοιχείο, διεκδικείται με διάφορους τρόπους, τόσο από τους φυσικούς ιδιοκτήτες, όσο και από νεόπλουτους »εισβολείς». Τα σκουληκοφαγωμένα έπιπλα-αντίκες, είτε έχουν πωληθεί όσο-όσο, είτε χρησιμοποιούνται ως βιτρίνα στην προσπάθεια που γίνεται, ούτως ώστε το »σπίτι» να παραμείνει στη θέση του, αντί να δοθεί αντιπαροχή, με σκοπό την ανέγερση shopping center, πολυκατοικίας κτλ.

Στο τέλος της διαδρομής όμως, αυτός ο »εμφύλιος» και το ατέλειωτο ξεπούλημα αυθεντικών και μη περιουσιακών στοιχείων, καθώς και προσωπικών αξιών, θα αφήσει μόνο ηττημένους. Από όλες τις πλευρές. Μόνο θύματα. Και η σιωπή θα επιστρέψει ικανοποιημένη στη θέση της.