Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σπούδασα στη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην Ακαδημία της Ρώμης και παρακολούθησα σεμινάρια με το Γκροτόφσκι και τους συνεργάτες του. Εργάστηκα ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτησα στις Κρατικές σκηνές, στο ελεύθερο θέατρο, δημιούργησα το "Θέατρο Μηχανή", έπαιξα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα διδάσκω υποκριτική.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Dream Story - Άρθουρ Σνίτσλερ

Το τολμηρό «Dream Story» του Σνίτσλερ στο θέατρο Πόλη

Η σπουδαία νουβέλα που ενέπνευσε το κύκνειο άσμα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Μάτια Ερμητικά Κλειστά».

Από huffingtonpost.gr

Βιέννη, βραδιά καρναβαλιού. Ο γιατρός Φριντολίν καλείται μέσα στα μεσάνυχτα να παραστεί στις τελευταίες στιγμές ενός ετοιμοθάνατου.Τα βήματά του τον οδηγούν σε μια οργιώδη δεξίωση μιας μυστικής κοινότητας. Μυστικά συνθήματα, μασκοφορεμένες γυναίκες, μεθυστικές μελωδίες αποπλάνησης… Όλα συγκλίνουν προς το μυστήριο και την κατάργηση κάθε αίσθησης πραγματικότητας.

Την ίδια στιγμή, η σύζυγός του Αλμπερτίν, ζει μέσα στο όνειρο τερατώδεις περιπέτειες, που την κατασπαράζουν φέρνοντας την στα όρια του αισθησιασμού.

Ανάμεσα στο σκοτεινό ασυνείδητο και την ερωτική παραβατικότητα της Αλμπερτίν και του Φριντολίν ο ιστός της πραγματικότητας κλυδωνίζεται, αφήνοντας να αναδυθεί μια αλήθεια τυφλωτική όσο και το δυνατό φως.

Γιάννης Βούρος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στη σπουδαία νουβέλα του Σνίτσλερ «Dream Story», στην οποία βασίστηκε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το σενάριο της τελευταίας του ταινίας «Μάτια Ερμητικά Κλειστά». Σε νέα μετάφραση και διασκευή Αντώνη Γαλέου και πρωτότυπη μουσική Γιώργου Πούλιου. Μαζί του επί σκηνής η Πολυξένη Μυλωνά και ο Πέρης Μιχαηλίδης

Στο περιπετειώδες εικοσιτετράωρο του Φρίντολιν (Γιάννης Βούρος) και της Αλμπερτίν (Πολυξένη Μυλωνά) διεισδύουν ανθρώπινες παρουσίες που υπογραμμίζουν τα ενοχικά σύνδρομα, τα συνειδησιακά αδιέξοδα, τους δαίδαλους του ασυνείδητου. Ο Πέρης Μιχαηλίδης εισβάλει   ενσαρκώνοντας όλες αυτές τις διαστροφικές «μορφές» προκειμένου να συμπληρωθεί  το παζλ των ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων  των ηρώων του Σνίτσλερ. 

Η τριπλή εμμονή

«Δεν ξέρω να τραγουδάω άλλο τραγούδι από τον έρωτα, το παιχνίδι και τον θάνατο», γράφει ο Άρτουρ Σνίτσλερ.

Χαρακτηριστικό για την τριπλή αυτή εμμονή του, το «Dream Story» (Traumnovelle), ένα από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας του ερωτισμού αλλά και του φανταστικού, γοήτευσε τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ και αποτέλεσε το υλικό στο οποίο βάσισε την τελευταία, οριακή, ταινία της ζωής του, τα «Μάτια Ερμητικά Κλειστά». Η ταινία όπως και η νουβέλα, είχε μακρά και επώδυνη διαδικασία κύησης (40 ολόκληρα χρόνια) και είναι χαρακτηριστική για την ενότητα αισθητικής τελειότητας και νοηματικού πλούτου.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Φρόυντ διαβάζοντάς το σχολίασε πως σε αυτό το μικρό βιβλιαράκι περιέχονται συμπυκνωμένες όλες του οι θεωρίες και μάλιστα ειπωμένες τόσο ανατρεπτικά που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να το κάνει.

Τα ηθικά συναισθήματα στο όνειρο

Για λόγους που μπορούν να κατανοηθούν μόνο αφού κοινοποιηθούν οι δικές μου έρευνες πάνω στο όνειρο, διαχώρισα από το θέμα της ψυχολογίας του ονείρου το επιμέρους πρόβλημα του αν και κατά πόσον οι ηθικές διαθέσεις και τα ηθικά συναισθήματα της εν εγρηγόρσει ζωής προεκτείνονται μέσα στη ζωή του ονείρου. Την ίδια αντίθεση, που μας ξένισε όταν την διαπιστώσαμε στους διάφορους συγγραφείς όσον αφορά σε όλες τις άλλες ψυχικές λειτουργίες, τη συναντάμε και στο θέμα της ηθικής. Οι μεν διαβεβαιώνουν αποφασιστικά ότι το όνειρο δεν γνωρίζει ηθικές επιταγές, ενώ οι άλλοι δηλώνουν παρομοίως ότι η ηθική φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια και στην ονειρική ζωή. Η επίκληση των ονειρικών εμπειριών κάθε νύχτας φαίνεται να αίρει πέραν κάθε αμφιβολίας την ορθότητα του πρώτου ισχυρισμού.

Ο Γιέσσεν λέει:

Ούτε καλύτεροι, ούτε πιο ενάρετοι γινόμαστε στον ύπνο, αλλά μάλλον στα όνειρα φαίνεται ότι η ηθική συνείδηση σιγεί, καθώς δεν νιώθει κανείς συμπόνια  και μπορεί να διαπράξει τα ειδεχθέστερα εγκλήματα, διαρρήξεις, κλοπές, δολοφονίες και φόνους, με πλήρη αδιαφορία και χωρίς την επακόλουθη μεταμέλεια. (Jessen, 1855,553)

Ο Ράντεστοκ:

Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στο όνειρο οι συνειρμοί εκτυλίσσονται και οι παραστάσεις συνδέονται, χωρίς ο αναστοχασμός και η λογική κατανόηση,οι αισθητικές προτιμήσεις και οι ηθικές κρίσεις να μπορούν να ασκήσουν πάνω τους κάποια επίδραση η κρίση έχει αποδυναμωθεί εξαιρετικά και η ηθική αδιαφορία επικρατεί (Radestock,1879,146)

O Φόλκελτ:

Εξαιρετική ασυδοσία, όμως, ως γνωστόν, επικρατεί στο όνειρο από σεξουαλική άποψη. Όπως ο ίδιος ο ονειρευόμενος είναι άκρως αδιάντροπος και χωρίς κανένα ηθικό συναίσθημα και καμία ηθική κρίση, έτσι βλέπει και όλους τους άλλους, ακόμα και τους πλέον αξιοσέβαστους, να προβαίνουν σε πράξεις που στην εν εγρηγόρσει ζωή θα φοβόταν, έστω και νοερά, να τις αποδώσει σε αυτούς.(Volkelt, 1875,23)

Οξεία αντίθεση με αυτές τις απόψεις συνιστούν αντιλήψεις όπως εκείνη του Σόπενχαουερ, ότι δηλαδή στο όνειρο ο καθένας ενεργεί και μιλά σε πλήρη συμφωνία με τον χαρακτήρα του.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος

Σκηνοθεσία: Γιάννης Βούρος

Σκηνικά/ Κοστούμια: Έρση Δρίνη

Μουσική: Γιώργος Πούλιος

Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας

Επιμέλεια κίνησης: Φρόσω Κορρού

Βοηθός σκηνοθέτη: Τζούλη Σούμα

Βίντεο: Αναστασία Παπαθεοδώρου

Μακιγιάζ/ Κομμώσεις: Μαριάννα Λαβάζου

Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ

Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Βούρος, Πολυξένη Μυλωνά, Πέρης Μιχαηλίδης





To «Dream story» του Πέρη Μιχαηλίδη

Ο κ. Μιχαηλίδης παίζει στην παράσταση Dream story σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου

Συνέντευξη στη Διονυσία Μαρίνου για το in.gr

Ο Γιάννης Βούρος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση σε νέα μετάφραση και διασκευή Αντώνη Γαλέου και πρωτότυπη μουσική Γιώργου Πούλιου. Μαζί του επί σκηνής η Πολυξένη Μυλωνά και ο Πέρης Μιχαηλίδης. Βρισκόμαστε στη Βιέννη, βραδιά καρναβαλιού.Ο γιατρός Φριντολίν καλείται μέσα στα μεσάνυχτα να παραστεί στις τελευταίες στιγμές ενός ετοιμοθάνατου. Τα βήματά του τον οδηγούν σε μια οργιώδη δεξίωση μιας μυστικής κοινότητας. Μυστικά συνθήματα, μασκοφορεμένες γυναίκες, μεθυστικές μελωδίες αποπλάνησης.

Όλα συγκλίνουν προς το μυστήριο και την κατάργηση κάθε αίσθησης πραγματικότητας. Την ίδια στιγμή, η σύζυγός του Αλμπερτίν, ζει μέσα στο όνειρο τερατώδεις περιπέτειες, που την κατασπαράζουν φέρνοντας την στα όρια του αισθησιασμού. Ανάμεσα στο σκοτεινό ασυνείδητο και την ερωτική παραβατικότητα της Αλμπερτίν και του Φριντολίν ο ιστός της πραγματικότητας κλυδωνίζεται, αφήνοντας να αναδυθεί μια αλήθεια τυφλωτική όσο και το δυνατό φως.
Στο περιπετειώδες εικοσιτετράωρο του Φρίντολιν (Γιάννης Βούρος) και της Αλμπερτίν (Πολυξένη Μυλωνά) διεισδύουν ανθρώπινες παρουσίες που υπογραμμίζουν τα ενοχικά σύνδρομα, τα συνειδησιακά αδιέξοδα, τους δαίδαλους του ασυνείδητου. Ο Πέρης Μιχαηλίδης εισβάλει ενσαρκώνοντας όλες αυτές τις διαστροφικές «μορφές» προκειμένου να συμπληρωθεί το παζλ των ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων των ηρώων του Σνίτσλερ.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, το ρόλο του και τον Κιούμπρικ.

Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζετε με τους πολλαπλούς ρόλους που καλείστε να ερμηνεύσετε; Πώς τους αντιμετωπίζετε;

Όταν ένας ηθοποιός καλείται να ερμηνεύσει διαφορετικούς ρόλους, αναζητά σε καθέναν από αυτούς την αλήθεια που κρύβει μέσα του, χωρίς να ολισθαίνει σε εξωτερικές περιγραφές που οδηγούν στην καρικατούρα και εν τέλει στη γραφικότητα.Στη συγκεκριμένη παράσταση ερμηνεύω πέντε ρόλους με κυρίαρχο τον αφηγητή που είναι ο ενορχηστρωτής των άλλων. Ο ρόλος του αφηγητή εμπλέκεται- σύμφωνα με τη σκηνοθεσία- με τους άλλους τέσσερεις και είναι οι μεταμορφώσεις το ίδιου ατόμου σε διάφορες εκδοχές δηλαδή : ζητιάνος, πωλητής αποκριάτικων στολών και άλλων κρυφών αντικειμένων, με περίεργες καταστάσεις να διαδραματίζονται στο σεπαρέ του καταστήματος, ξεπεσμένος πιανίστας ευάλωτος και πρόθυμος να παίξει στα τελευταία καταγώγια, αλλά και σε κοκτέϊλ -πάρτυ με συγκεκριμένο σεξουαλικό μενού και τέλος γιατρός αποσπασμένος σε κάποιο νεκροτομείο.

Όλοι οι ρόλοι έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είναι εμποτισμένοι από την αχαλίνωτη φαντασία του συγγραφέα Άρθρουρ Σνίτσλερ που αρέσκεται να πλάθει πολύ ιδιαίτερους χαρακτήρες που εξυπηρετούν τη δράση του έργου, κεντρίζουν το θεατή και είναι πρόκληση για τον ηθοποιό να τους ερμηνεύσει.

Έχοντας ερμηνεύσει το ρόλο του Σνίτσλερ ως Μαξ στην παράσταση «Ανατόλ» που ανέβηκε το φθινόπωρο και τελείωσε πριν λίγο καιρό, μπορώ να διακρίνω τη σκέψη και την ανάσα του συγγραφέα και να μπω καλύτερα στο «πετσί» αυτών των ρόλων.Ο ρόλος του αφηγητή είναι ο «μεγάλος μηχανισμός» που οδηγεί σταδιακά τον «αθώο» γιατρό Φρίντολιν ( Γιάννης Βούρος) -με τον οποίο συνεργάζομαι για δεύτερη συνεχή φορά σε έργο του Σνίτσλερ-εγώ ως ηθοποιός κι εκείνος ως σκηνοθέτης – κι αυτό είναι μια μεγάλη ευτυχία -να εισέλθει στον κόσμο μιας απόκρυφης μυστικής ελίτ με σκοπό την ιδεολογική του στράτευση σε ολοκληρωτικές ιδεολογίες.

Η ταινία του Κιούμπρικ πλανάται καθόλου πάνω από την παράστασή σας; Δημιουργείται ένας συσχετισμός μεταξύ θεατρικού και ταινίας, ακόμα και στο επίπεδο της έμπνευσης;

Είμαι φανατικός θαυμαστής του Κιούμπρικ από το «Σπάρτακο» τη ταινία θρύλο με τον Κερκ Ντάγκλας που πρωτοείδα στο σινεμά «La gaite» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τη «Λολίτα» πάνω σενάριο βασισμένο στον Ναμπόκοφ που θαυμάζω, «Κουρδιστό πορτοκάλι» και «Σταυροί στο μέτωπο» με ευθείες αναφορές στο ναζισμό, η «Λάμψη» σενάριο βασισμένο στον Στέφεν Κίνγκ με το σαρδώνιο Τζακ Νίκολσον και τη φράση του αιώνα «η δουλειά τρώει τον αφέντη» πάνω σε μια παλιά γραφομηχανή και φυσικά την τελευταία του ταινία που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει «Μάτια ερμητικά κλειστά».
Η ταινία είναι υπαινικτική όσον αφορά τις κοινωνικές και πολιτικές ελίτ που συναθροίζονται ερωτικά σε διάφορες μυστικές συγκεντρώσεις καθορίζοντας τις εξελίξεις, η σκηνοθεσία στη συγκεκριμένη παράσταση κάνει σαφές ότι σε προσωπικό και ερωτικό επίπεδο οι συμπεριφορές οργανώνονται και επηρεάζονται από αυτές τις «αόρατες» κάστες με ολοκληρωτικό ιδεολογικό προσανατολισμό.
Όσον αφορά τις σχέσεις του ζευγαριού Φρίντολιν( Γιάννης Βούρος) , Αλμπερτίν ( Πάολα Μυλωνά) – με την οποία έχω συνεργαστεί εξαιρετικά στο Εθνικό θέατρο- η παράσταση αναδεικνύει και καταγράφει τις ερωτικές τους φαντασιώσεις όπως τις παρουσίασε ο Σνίτσλερ συνεργάτης και φίλος του Φρόυντ όσον αφορά τη λίμπιτο.

Οι φαντασιώσεις που εξωτερικεύουν οι ρόλοι σας, πώς ζωντανεύουν επί σκηνής;

Ο κάθε ρόλος έχει μια αποστολή σε ένα έργο, στη συγκεκριμένη παράσταση όλοι οι ρόλοι που ερμηνεύω υποδύονται έναν μάλλον «καθημερινό» άνθρωπο και τις φαντασιώσεις θα τις «διαβάσει» ο θεατής σε δεύτερο επίπεδο μιας κι ο κεντρικός χαρακτήρας ο αφηγητής κινείται παράλληλα με τον ήρωα και οι μεταλλάξεις του σε διαφορετικούς ρόλους φροντίζουν να μην αφήνουν ίχνη για την πραγματική τους ταυτότητα.

Αυτές οι διαστροφικές μορφές που είναι οι ρόλοι σας, μήπως τελικά είναι απλά ερωτικές επιθυμίες ειδωμένες από λάθος πρίσμα;

Οι συγκεκριμένες διαστροφικές μορφές που ερμηνεύω εξυπηρετούν τον εκφυλισμένο ερωτισμό όπως τον υπαγορεύει ο «μεγάλος μηχανισμός» του αφηγητή με συγκεκριμένη στόχευση και εκεί στις μορφές αυτές επιβάλλεται να έχουν ερωτικές επιθυμίες με κατευθυνόμενη και άκρως ελεγχόμενη οπτική.
Και με αφορμή την ερώτησή σας, σκέφτομαι και παραθέτω εδώ κάποιες απόψεις του Ζώρζ Μπατάϊγ που λέει ότι ο ερωτισμός αποστρέφεται τη μεθοδική και μετρημένη δράση, έλκεται από την ελεύθερη ορμή των ενστίκτων, τη βίαιη αταξία και μαζί με την εξέγερση είναι από τα ασφαλέστερα μέσα για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην απεριόριστη ευδαιμονία.

Η παράσταση διακατέχεται από άφθονο ερωτισμό. Αν τον ξεπεράσει αυτό το γεγονός ο θεατής, τι άλλο θα δει; Ποια θέματα θίγετε;

Η παράσταση πράγματι σύμφωνα με το κείμενο του Σνίτσλερ έχει άφθονο και παραληρηματικό ερωτισμό, άλλωστε ως συγγραφέας έχει λογοκριθεί, καταδικαστεί και χαρακτηριστεί ως πορνογράφος, η «Ονειρική ιστορία» (Traumnovelle) γράφτηκε το 1926 κι εδώ ο Σνίτσλερ εξακολουθεί να είναι ο «μελετητής του έρωτα» και προχωράει ανατέμνοντας ψυχαναλυτικά τις σχέσεις και τις ερωτικές φαντασιώσεις ενός ζευγαριού σύμφωνα με τη θεωρεία των ενστίκτων και της λίμπιτο όπως την κατέγραψε ο Φρόϋντ συνεργάτης του συγγραφέα.
Την περίοδο 1925 – ’35 ωστόσο στο διάστημα που γράφτηκε η νουβέλα ο ναζισμός στην Αυστρία και τη Γερμανία ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Κατά τη γνώμη μου ένας επίσης αυστριακός ψυχοθεραπευτής μαθητής του Φρόϋντ εξίσου καινοτόμος και ρηξικέλευθος, ο Βίλχεμ Ράϊχ έδωσε μια άλλη ανάγνωση και προοπτική στη θεωρεία του δασκάλου του όσον αφορά τη λίμπιτο και τη χρησιμοποίησή της σε μαζικό επίπεδο , δημιουργώντας ένα κοινωνικό και πολιτικό κάδρο στο έργο του Άρθρουρ Σνίτσλερ .



Πέρης Μιχαηλίδης: «Πιστεύω ότι ένας ηθοποιός πρέπει να ακολουθεί το όραμα του σκηνοθέτη»

Συνέντευξη στη Μαριλένα Θεοδωράκου για το theatermag.gr

Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεται με τον Γιάννη Βούρο σε έργο του Σνίτσλερ. Είναι φανατικός του Στάνλεϊ Κιούμπρικ από τη εφηβεία του. Ο Πέρης Μιχαηλίδης μιλάει για την παράσταση «Dream Story» στην οποία ενσαρκώνει τις διαστροφικές «μορφές» προκειμένου να συμπληρωθεί το παζλ των ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων των ηρώων του Σνίτσλερ. Στη σπουδαία νουβέλα του Σνίτσλερ «Dream Story», βασίστηκε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ για το σενάριο της τελευταίας του ταινίας «Μάτια Ερμητικά Κλειστά».

Ποια ήταν η επαφή σας με το συγκεκριμένο έργο; Το είχατε διαβάσει, είχατε δει την ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ;

Είχα διαβάσει τη νουβέλα του Σνίτσλερ «Ονειρική ιστορία» (Traumnovelle) που γράφτηκε το 1926 σαν “μελετητής του συγγραφέα” μιας και είναι το δεύτερο έργο του που παίζω σαν ηθοποιός -το προηγούμενο ήταν το «Ανατόλ» μια εξαιρετική παράσταση με τη Τζούλη Σούμα και το Λευτέρη Βασιλάκη, επίσης σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου. Είμαι φανατικός του Κιούμπρικ από τη εφηβεία μου, έργα όπως «Κουρδιστό πορτοκάλι», «Λολίτα», «Μπάρρυ Λίντον», «Λάμψη» είναι ταινίες που με ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Το «Μάτια ερμητικά κλειστά» είναι η τελευταία του ταινία και το σενάριό της είναι βασισμένο στη νουβέλα που θα παρουσιάσουμε. Θεωρώ ότι αυτή η ταινία έμεινε ανολοκλήρωτη, ο Κιούμπρικ πέθανε πριν δει το τελικό μοντάζ, δεν παύει όμως να παραμένει ένας μεγάλος σκηνοθέτης που σε όλη του τη διαδρομή άφησε ένα πολύ χαρακτηριστικό στίγμα.

Ποιος είναι ο ρόλος σας και ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν αποφασίσατε να τον ερμηνεύσετε;

Ο ρόλος μου δόθηκε από τον σκηνοθέτη Γιάννη Βούρο, που όπως προανέφερα είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε σε έργο του Σνίτσλερ, είναι δώρο σε έναν ηθοποιό στην εποχή της κατάργησης του ρόλου και του περάσματος στην «άχρωμη αφήγηση με κινησιολογία». Πιστεύω ότι ένας ηθοποιός πρέπει να ακολουθεί το όραμα του σκηνοθέτη κι αυτός είναι κανόνας που ακολουθώ απαρέγκλιτα κάθε φορά που συμμετέχω σε μια παράσταση ως ηθοποιός και δεν σκηνοθετώ. Αυτά ισχύουν βέβαια όταν ο σκηνοθέτης έχει να σου πει κάτι. Αλλιώς «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Ποια είναι η υπόθεση του έργου; Με ποια θέματα καταπιάνεται ο Σνίτσλερ;

Η υπόθεση του έργου είναι το 24ωρο ενός μεγαλοαστικού ζευγαριού, οι ερωτικές και φαντασιώσεις της Αλμπερτίν (που ερμηνεύει η Πολυξένη Μυλωνά) που την οδηγούν στα όρια του αισθησιασμού, ενώ παράλληλα ο γιατρός Φρίντολιν σύζυγός της (Γιάννης Βούρος) καλείται τα μεσάνυχτα να παραστεί στις τελευταίες στιγμές ενός ετοιμοθάνατου. Τα βήματά του τον οδηγούν σε μια οργιώδη δεξίωση μιας μυστικής κοινότητας. Όλα συντελούν σε ένα σκηνικό διαστροφής μέσα στο οποίο εισβάλει ο αφηγητής ενσαρκώνοντας διάφορες διαστροφικές «μορφές» συμπληρώνοντας το παζλ του Σνίτσλερ. Τα θέματα του Άρθρουρ Σνίσλερ είναι τα έργα και οι ημέρες της μεγαλοαστικής κοινωνίας της Βιέννης, που τα διαπερνούν ερωτικές φαντασιώσεις, δαιδαλώδεις και καταστροφικές προσωπικές σχέσεις, κείμενα που προκάλεσαν σκάνδαλο στην εποχή του, χαρίζοντας στον ίδιο τον τίτλο του «Εβραίου πορνογράφου». Η συναναστροφή του παράλληλα με το Φρόϋντ, έδωσε στους ήρωές του και ψυχαναλυτική προσέγγιση.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με το Γιάννη Βούρο; Ποιες ήταν οι σκηνοθετικές του οδηγίες;

Η συνάντηση με έναν άνθρωπο του θεάτρου -όπως είναι ο Γιάννης Βούρος ένα πολυτάλαντο άτομο, που έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα πάνω στο σανίδι- θα μπορούσε να αποδοθεί με δυο λέξεις: «Αξιοσημείωτη συνάντηση». Τίτλο που απονέμω όταν συναντώ -σπάνια πλέον – έναν εξαιρετικό καλλιτέχνη.

Ποια είναι η πιο σημαντική σκηνή στην παράσταση, κατά τη γνώμη σας;

Υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες σκηνές, αλλά την απάντηση πιστεύω πάντα ότι είναι ένα μοναδικό προνόμιο των θεατών μιας παράστασης. Δεν θα μπορούσα να εκθειάσω ένα σουφλέ που έχω αγωνιωδώς φτιάξει λέγοντας «ωραίο δεν είναι» και οι καλεσμένοι μου να κοιτιούνται συνωμοτικά μεταξύ τους για το αντίθετο… Πιστεύω ο τελικός κριτής είναι οι θεατές, όσο κι αν εμείς οι ηθοποιοί μας αρέσουν πολύ κάποιες σκηνές της παράστασης που συμμετέχουμε.

Θα θέλατε να μας πείτε για τη μουσική του Γιώργου Πούλιου, τα σκηνικά και κοστούμια της Έρσης Δρίνη; Πόσο βοηθούν στο ρόλο σας;

Για τους συνεργάτες Γιώργο Πούλιο και Έρση Δρίνη δεν χρειάζονται συστάσεις. Είναι ήδη καταξιωμένοι στο χώρο ειδικά η Έρση Δρίνη έχει μια μεγάλη και αξιόλογη πορεία στο θέατρο και την εκτιμώ πολύ. Η δουλειά αυτών των συνεργατών μαζί με τη σκηνοθεσία θα βοηθήσουν να μεταφέρω στη σκηνή άρτια και πειστικά τους ρόλους που θα παίξω.

Ποια είναι τα επόμενα σας σχέδια;

Έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν κάνω σχέδια κι όταν το κάνω δεν πραγματοποιούνται συνήθως. Είμαι της άποψης στην εποχή του «τυραννικού προγραμματισμού» να αφήσουμε να πνέει μέσα μας αυτή η «παράταση εφηβείας», πιστεύοντας ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα έρθουν να μας συναντήσουν κάτι σαν τον αέρα της ανατρεπτικής δεκαετίας του 1970 με τη μουσική των Led Zeppelin ή των Pink Floyd.



Ο Πέρης Μιχαηλίδης ζει ένα «Dream story»

Συνέντευξη στην Διονυσία Μαρίνου για "ΤΑ ΝΕΑ"

Ο Γιάννης Βούρος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση σε νέα μετάφραση και διασκευή Αντώνη Γαλέου και πρωτότυπη μουσική Γιώργου Πούλιου. Μαζί του επί σκηνής η Πολυξένη Μυλωνά και ο Πέρης Μιχαηλίδης.

Βρισκόμαστε στη Βιέννη, βραδιά καρναβαλιού.Ο γιατρός Φριντολίν καλείται μέσα στα μεσάνυχτα να παραστεί στις τελευταίες στιγμές ενός ετοιμοθάνατου. Τα βήματά του τον οδηγούν σε μια οργιώδη δεξίωση μιας μυστικής κοινότητας. Μυστικά συνθήματα, μασκοφορεμένες γυναίκες, μεθυστικές μελωδίες αποπλάνησης.

Όλα συγκλίνουν προς το μυστήριο και την κατάργηση κάθε αίσθησης πραγματικότητας. Την ίδια στιγμή, η σύζυγός του Αλμπερτίν, ζει μέσα στο όνειρο τερατώδεις περιπέτειες, που την κατασπαράζουν φέρνοντας την στα όρια του αισθησιασμού. Ανάμεσα στο σκοτεινό ασυνείδητο και την ερωτική παραβατικότητα της Αλμπερτίν και του Φριντολίν ο ιστός της πραγματικότητας κλυδωνίζεται, αφήνοντας να αναδυθεί μια αλήθεια τυφλωτική όσο και το δυνατό φως.

Στο περιπετειώδες εικοσιτετράωρο του Φρίντολιν (Γιάννης Βούρος) και της Αλμπερτίν (Πολυξένη Μυλωνά) διεισδύουν ανθρώπινες παρουσίες που υπογραμμίζουν τα ενοχικά σύνδρομα, τα συνειδησιακά αδιέξοδα, τους δαίδαλους του ασυνείδητου. Ο Πέρης Μιχαηλίδης εισβάλει ενσαρκώνοντας όλες αυτές τις διαστροφικές «μορφές» προκειμένου να συμπληρωθεί το παζλ των ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων των ηρώων του Σνίτσλερ.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, το ρόλο του και τον Κιούμπρικ.

1.Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζετε με τους πολλαπλούς ρόλους που καλείστε να ερμηνεύσετε; Πώς τους αντιμετωπίζετε;

Όταν ένας ηθοποιός καλείται να ερμηνεύσει διαφορετικούς ρόλους, αναζητά σε καθέναν από αυτούς την αλήθεια που κρύβει μέσα του, χωρίς να ολισθαίνει σε εξωτερικές περιγραφές που οδηγούν στην καρικατούρα και εν τέλει στη γραφικότητα.

Στη συγκεκριμένη παράσταση ερμηνεύω πέντε ρόλους με κυρίαρχο τον αφηγητή που είναι ο ενορχηστρωτής των άλλων. Ο ρόλος του αφηγητή εμπλέκεται- σύμφωνα με τη σκηνοθεσία- με τους άλλους τέσσερεις και είναι οι μεταμορφώσεις το ίδιου ατόμου σε διάφορες εκδοχές δηλαδή : ζητιάνος, πωλητής αποκριάτικων στολών και άλλων κρυφών αντικειμένων, με περίεργες καταστάσεις να διαδραματίζονται στο σεπαρέ του καταστήματος, ξεπεσμένος πιανίστας ευάλωτος και πρόθυμος να παίξει στα τελευταία καταγώγια, αλλά και σε κοκτέϊλ -πάρτυ με συγκεκριμένο σεξουαλικό μενού και τέλος γιατρός αποσπασμένος σε κάποιο νεκροτομείο.

Όλοι οι ρόλοι έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είναι εμποτισμένοι από την αχαλίνωτη φαντασία του συγγραφέα Άρθρουρ Σνίτσλερ που αρέσκεται να πλάθει πολύ ιδιαίτερους χαρακτήρες που εξυπηρετούν τη δράση του έργου, κεντρίζουν το θεατή και είναι πρόκληση για τον ηθοποιό να τους ερμηνεύσει.

Έχοντας ερμηνεύσει το ρόλο του Σνίτσλερ ως Μαξ στην παράσταση «Ανατόλ» που ανέβηκε το φθινόπωρο και τελείωσε πριν λίγο καιρό, μπορώ να διακρίνω τη σκέψη και την ανάσα του συγγραφέα και να μπω καλύτερα στο «πετσί» αυτών των ρόλων.

Ο ρόλος του αφηγητή είναι ο «μεγάλος μηχανισμός» που οδηγεί σταδιακά τον «αθώο» γιατρό Φρίντολιν ( Γιάννης Βούρος) -με τον οποίο συνεργάζομαι για δεύτερη συνεχή φορά σε έργο του Σνίτσλερ-εγώ ως ηθοποιός κι εκείνος ως σκηνοθέτης - κι αυτό είναι μια μεγάλη ευτυχία -να εισέλθει στον κόσμο μιας απόκρυφης μυστικής ελίτ με σκοπό την ιδεολογική του στράτευση σε ολοκληρωτικές ιδεολογίες.

2.Η ταινία του Κιούμπρικ πλανάται καθόλου πάνω από την παράστασή σας; Δημιουργείται ένας συσχετισμός μεταξύ θεατρικού και ταινίας, ακόμα και στο επίπεδο της έμπνευσης;

Είμαι φανατικός θαυμαστής του Κιούμπρικ από το «Σπάρτακο» τη ταινία θρύλο με τον Κερκ Ντάγκλας που πρωτοείδα στο σινεμά «La gaite» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τη «Λολίτα» πάνω σενάριο βασισμένο στον Ναμπόκοφ που θαυμάζω, «Κουρδιστό πορτοκάλι» και «Σταυροί στο μέτωπο» με ευθείες αναφορές στο ναζισμό, η «Λάμψη» σενάριο βασισμένο στον Στέφεν Κίνγκ με το σαρδώνιο Τζακ Νίκολσον και τη φράση του αιώνα «η δουλειά τρώει τον αφέντη» πάνω σε μια παλιά γραφομηχανή και φυσικά την τελευταία του ταινία που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει «Μάτια ερμητικά κλειστά».

Η ταινία είναι υπαινικτική όσον αφορά τις κοινωνικές και πολιτικές ελίτ που συναθροίζονται ερωτικά σε διάφορες μυστικές συγκεντρώσεις καθορίζοντας τις εξελίξεις, η σκηνοθεσία στη συγκεκριμένη παράσταση κάνει σαφές ότι σε προσωπικό και ερωτικό επίπεδο οι συμπεριφορές οργανώνονται και επηρεάζονται από αυτές τις «αόρατες» κάστες με ολοκληρωτικό ιδεολογικό προσανατολισμό.

Όσον αφορά τις σχέσεις του ζευγαριού Φρίντολιν( Γιάννης Βούρος) , Αλμπερτίν ( Πάολα Μυλωνά) – με την οποία έχω συνεργαστεί εξαιρετικά στο Εθνικό θέατρο- η παράσταση αναδεικνύει και καταγράφει τις ερωτικές τους φαντασιώσεις όπως τις παρουσίασε ο Σνίτσλερ συνεργάτης και φίλος του Φρόυντ όσον αφορά τη λίμπιτο.

3.Οι φαντασιώσεις που εξωτερικεύουν οι ρόλοι σας, πώς ζωντανεύουν επί σκηνής;

Ο κάθε ρόλος έχει μια αποστολή σε ένα έργο, στη συγκεκριμένη παράσταση όλοι οι ρόλοι που ερμηνεύω υποδύονται έναν μάλλον «καθημερινό» άνθρωπο και τις φαντασιώσεις θα τις «διαβάσει» ο θεατής σε δεύτερο επίπεδο μιας κι ο κεντρικός χαρακτήρας ο αφηγητής κινείται παράλληλα με τον ήρωα και οι μεταλλάξεις του σε διαφορετικούς ρόλους φροντίζουν να μην αφήνουν ίχνη για την πραγματική τους ταυτότητα.

4.Αυτές οι διαστροφικές μορφές που είναι οι ρόλοι σας, μήπως τελικά είναι απλά ερωτικές επιθυμίες ειδωμένες από λάθος πρίσμα;

Οι συγκεκριμένες διαστροφικές μορφές που ερμηνεύω εξυπηρετούν τον εκφυλισμένο ερωτισμό όπως τον υπαγορεύει ο «μεγάλος μηχανισμός» του αφηγητή με συγκεκριμένη στόχευση και εκεί στις μορφές αυτές επιβάλλεται να έχουν ερωτικές επιθυμίες με κατευθυνόμενη και άκρως ελεγχόμενη οπτική.

Και με αφορμή την ερώτησή σας, σκέφτομαι και παραθέτω εδώ κάποιες απόψεις του Ζώρζ Μπατάϊγ που λέει ότι ο ερωτισμός αποστρέφεται τη μεθοδική και μετρημένη δράση, έλκεται από την ελεύθερη ορμή των ενστίκτων, τη βίαιη αταξία και μαζί με την εξέγερση είναι από τα ασφαλέστερα μέσα για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην απεριόριστη ευδαιμονία.

5. Η παράσταση διακατέχεται από άφθονο ερωτισμό. Αν τον ξεπεράσει αυτό το γεγονός ο θεατής, τι άλλο θα δει; Ποια θέματα θίγετε;

Η παράσταση πράγματι σύμφωνα με το κείμενο του Σνίτσλερ έχει άφθονο και παραληρηματικό ερωτισμό, άλλωστε ως συγγραφέας έχει λογοκριθεί, καταδικαστεί και χαρακτηριστεί ως πορνογράφος, η «Ονειρική ιστορία» (Traumnovelle) γράφτηκε το 1926 κι εδώ ο Σνίτσλερ εξακολουθεί να είναι ο «μελετητής του έρωτα» και προχωράει ανατέμνοντας ψυχαναλυτικά τις σχέσεις και τις ερωτικές φαντασιώσεις ενός ζευγαριού σύμφωνα με τη θεωρεία των ενστίκτων και της λίμπιτο όπως την κατέγραψε ο Φρόϋντ συνεργάτης του συγγραφέα.

Την περίοδο 1925 – ’35 ωστόσο στο διάστημα που γράφτηκε η νουβέλα ο ναζισμός στην Αυστρία και τη Γερμανία ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Κατά τη γνώμη μου ένας επίσης αυστριακός ψυχοθεραπευτής μαθητής του Φρόϋντ εξίσου καινοτόμος και ρηξικέλευθος, ο Βίλχεμ Ράϊχ έδωσε μια άλλη ανάγνωση και προοπτική στη θεωρεία του δασκάλου του όσον αφορά τη λίμπιτο και τη χρησιμοποίησή της σε μαζικό επίπεδο, δημιουργώντας ένα κοινωνικό και πολιτικό κάδρο στο έργο του Άρθρουρ Σνίτσλερ .





Ένα θολό κι ονειρικό “Dream Story” στο Θέατρο Πόλη με άξιους ηθοποιούς κι ευφάνταστο σκηνοθέτη

Από τον ποιητή, θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα για το ipolizei.gr

Ξαναγυρνώντας πίσω στο μυθιστόρημα Traumnovelle του Άρτουρ Σνίτσλερ που ενέπνευσε τους Στάνλεϊ Κιούμπρικ και τον Φρέντερικ Ράφαελ να σκαρώσουν το τέλειο σενάριο της ευπώλητης ταινίας Μάτια Ερμητικά Κλειστά (πρωτότυπος τίτλος: Eyes Wide Shut) ανακαλύπτουμε τη νοσηρή αλλά γοητευτική ατμόσφαιρα μιας αυτοκρατορίας που παρακμάζει. Η Κεντρική Ευρώπη της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων, θεωρίες συνωμοσίας και μυστικισμός, αποκρυφισμός και σατανολατρεία μα πάνω απ’ όλα η προαιώνια δίψα του πιθηκοειδούς ανθρώπινου όντος για σεξ, χρήμα, λαγνεία, θέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πρωταγωνιστές υπερβαίνουν τα όρια και ζητούν να εξουσιάσουν παντί τρόπω τους άλλους, αφού δεν μπορούν να τους κατακτήσουν ερωτικώς τελεσίδικα και ισόβια.

Με απόηχους από την ουγγρική ταινία Δύση Ηλίου (Napszallta / Sunset), που είδαμε πρόσφατα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους η παράσταση του “Dream Story” ανεβαίνει με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία χάρη στην ανταπόκριση του κοινού, κυριαρχεί μία καλλιτεχνική θολότητα, ένα «φλου αρτιστίκ» που συμβάλλει στην ονειρική ατμόσφαιρα που καταλαμβάνει σκηνή και πλατεία, τόσο που οι θεατές αναζητούν ανυπόμονα κάτι στις φωτεινές οθόνες (των «σβησμένων» κινητών τους) προκειμένου να ξεφύγουν από τις εφιαλτικές εικόνες που γεννάει ένα κείμενο «σκοτεινό», κωδικοποιημένο θα έλεγα.

Βεβαίως, η μετάφραση που φιλοτέχνησε ο πολυπράγμων Αντώνης Γαλέος και η σκηνοθεσία που επιμελήθηκε ο πάντα άξιος πρωταγωνιστής Γιάννης Βούρος δίνουν μια «εύπεπτη» καταναλώσιμη εμπορική εκδοχή του λογοτεχνήματος, αποτελεσματικά μεταφερμένου στον σκηνικό χώρο με το εύρημα του αφηγητή και τους μάλλον εκτενείς μονολόγους-τιράντες, ειδικά στην αρχή της παράστασης, στη λεγομένη «έκθεση», που είναι πάντα και το πιο δύσκολο μέρος από δραματουργικής πλευράς.

Οι ηθοποιοί είναι όλοι αξιοθαύμαστοι, ειδικά η Πολυξένη Μυλωνά με τις πρωτεϊκές μεταμορφώσεις της. Αν δεν είχε αυτή τη μονότονη εκφορά «στρογγυλευμένου» λόγου θα την πρότεινα για βραβείο υποκριτικής, όμως έπαιζε σαν σταρ του βωβού κινηματογράφου και μιλούσε σε εκφωνήτρια υποτιτλισμών. Κάποτε η εύπλαστη εμφάνιση δεν συμβαδίζει με την αγωγή του λόγου και την γενικότερη παιδεία.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης έδωσε στον Αφηγητή τη σκοτεινιά που του αναλογούσε κι ήταν ο πλέον αληθοφανής στον σχηματικό του ρόλο αλλά και στις ενδιάμεσες μεταπηδήσεις του σε δευτερεύοντες ρόλους. Αυτός, ως έμπειρος σκηνοθέτης που είναι, δημιούργησε περιγράμματα ΚΑΙ φωνητικά ΚΑΙ οπτικά, με αποτέλεσμα να μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή τα μετεικάσματα των θεατρικών του σκίτσων. Πληθωρικός, ευτραφής ηθοποιός, γεμίζει τον χώρο με την κωμική αντίστιξη των σκιωδών δραμάτων που υπονοεί και συνείρει.

Άφησα τελευταίο τον Γιάννη Βούρο, γιατί είναι τηλεοπτικός-κινηματογραφικός ηθοποιός και δυσκολευτήκαμε να τον ακούμε στην αρχή του έργου, αφού μιλούσε εσωστρεφώς σα να εκμυστηρεύεται κάτι σε ένα μικρόφωνο-ψείρα. Κατά τα άλλα, γρήγορα βρήκε τον πρέποντα τόνο και το τέμπο του, έγινε πιστός στο κείμενο που εκλήθη να υπηρετήσει με τη διπλή ιδιότητα του ηθοποιού και σκηνοθέτη.

Ο θεατής βγαίνει αμήχανος στο τέλος. Ειδικά αν έχει δει την ταινία «Μάτια ερμητικά κλειστά» (ή και την πρόσφατη ουγγρική ταινία, αν είναι τόσο αφιερωμένος στην Τέχνη κι ερευνά σφαιρικά τα κοινωνιολογικά και ιστορικά φαινόμενα κάτω από τα έργα μυθοπλασίας).

Συμπερασματικώς, μία ενδιαφέρουσα παράσταση, από τις πλέον «σκοτεινές» της τρέχουσας θεατρικής περιόδου, που καλόν είναι να τη δει κανείς αμέσως πριν την ουγγρική ταινία «Δύση Ηλίου» κι αμέσως μετά την πολλοστή θέαση αυτού του κρυπτογραφημένου κινηματογραφικού αριστουργήματος με τον συμβολικό τίτλο “Eyes wide shut” [οξύμωρον, μόνο στην αγγλική γλώσσα].

Ιδανικό για φοιτητές σε κλάδους των Γραμμάτων και των Τεχνών, αλλά και για το «πλατύ κοινό», με την επιφύλαξη να πάει κάπως διαβασμένο.