Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σπούδασα στη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην Ακαδημία της Ρώμης και παρακολούθησα σεμινάρια με το Γκροτόφσκι και τους συνεργάτες του. Εργάστηκα ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτησα στις Κρατικές σκηνές, στο ελεύθερο θέατρο, δημιούργησα το "Θέατρο Μηχανή", έπαιξα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα διδάσκω υποκριτική.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

«Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη 25- 30 Σεπτεμβρίου στο Faust







Το κλασσικό αριστούργημα του Δημήτρη Κεχαΐδη «Το Τάβλι», παρουσιάζεται για 6 μόνο παραστάσεις στη θεατρική σκηνή του FAUST Bar-Theatre-Arts σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη. Τους δύο εμβληματικούς ήρωες του έργου ερμηνεύουν ο Φίλιππος Σοφιανός και ο Πέρης Μιχαηλίδης. 

Το έργο του Κεχαΐδη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης το 1972 μαζί με «Τη Βέρα» σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν και είναι το κλασσικό δίπτυχο που καθόρισε το νεοελληνικό θέατρο.

Όπως έγραψε ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, με αφορμή αυτό το έργο, «αν θέλουμε να δημιουργήσουμε νεοελληνικό θέατρο πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί που έφτασε ο Κεχαΐδης».

Υπόθεση:

Η ιστορία είναι απλή. Δύο μεσήλικες, αντιπροσωπευτικοί τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας, προσπαθούν να σκαρώσουν ένα «σχέδιο» που θα τους βγάλει από το οικονομικό αδιέξοδο και θα τους δώσει τα φόντα για μια καλύτερη ζωή. 

Η συζήτηση για το περιβόητο «σχέδιο» διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας παρτίδας τάβλι με ξεκαρδιστικούς διαλόγους από πρόσωπα οικεία, αναγνωρίσιμα, που πασχίζουν να «πιάσουν την καλή» για να βγουν από την καθημερινή μιζέρια. 

Οι ήρωες του Κεχαΐδη, Φώντας και Κόλιας, είναι πρόσωπα της μεταπολεμικής Ελλάδας που ζουν μέσα στις αυταπάτες του παρελθόντος τρέφοντας μάταιες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Άνθρωποι που πασχίζουν να βγουν από το περιθώριο ζουν και ονειρεύονται το μεγάλο «κόλπο» που θα τους οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική καταξίωση. 
Ένα έργο με αναφορές στη σημερινή Ελλάδα και πάντα επίκαιρο.

Σκηνοθετικό σημείωμα:

Το κλασσικό αυτό έργο με τη ρεαλιστική γραφή και την εξαιρετική πλοκή αποτελεί πάντα μια μεγάλη πρόκληση. Ο Κεχαΐδης γράφει: “αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω για τον λαϊκό έλληνα γενικά. Για τις χαρές και τις πίκρες του, για τα προβλήματά του καθώς και την προσπάθειά του να βγει από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο. Και πιο πέρα για τη σπαραχτική αισιοδοξία του πως, αν πάρει το δρόμο της πρωτεύουσας ή της ξενιτιάς, θα δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή. Για τον Έλληνα που δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και τη θέση του μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο και προσπαθεί να δώσει λύση στα προβλήματά του με τη «φυγή»”. 
Τα λόγια αυτά του συγγραφέα συναντούν και τη σκηνοθεσία που αφήνει απλά το έργο να αναπνεύσει σκηνικά, χωρίς πρόσθετες παρεμβάσεις τόσο στο κείμενο όσο και στο ύφος των ηρώων. 
Η παράσταση με δύο ήρωες ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό μοιάζει με τη γελοιογραφία της σημερινής Ελλάδας. 

Σκηνοθεσία:
Πέρης Μιχαηλίδης

Παίζουν:
Φίλιππος Σοφιανός
Πέρης Μιχαηλίδης

Φωτογράφιση : Κατερίνα Αρβανίτη

Από Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου

25, 26, 27 Σεπτεμβρίου 21:00
28 Σεπτεμβρίου 21:00
29 Σεπτεμβρίου 18:00
30 Σεπτεμβρίου 21:00

Γενική Είσοδος: 10 ευρώ
Διάρκεια: 60 λεπτά












Έγραψαν για την παράσταση:


Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Ο καθρέφτης και η μούρη

Πριν από 46 χρόνια (Θεέ μου, πέρασε τόσο νερό στην κοίτη του ποταμού της χώρας και της ζωής μας) στα πρώτα βήματα του συντάκτη αυτής της στήλης στη θεατρική κριτική είχα συμπαραταχτεί από το δικό μου μετερίζι σε μια διάσωση σε εποχές ολικού ναυαγίου αυτής της χώρας. Μέσα στη λοιμική της χούντας ο Κουν είχε ρίξει στο πέλαγο μια σειρά από σωσίβια, νέα έργα νέων συγγραφέων που κατέθεταν τον οβολό τους, αν θέλετε τη σχεδία τους, για να διαπλεύσουν το τσουνάμι.
Τότε ο γράφων είχε από τυχάρπαστους κατηγορηθεί αναφερόμενος στην ανάγκη να επανεξετάσουμε την ουσία της ιθαγένειάς μας, που είχε όχι απλώς νοθευτεί αλλά γελοιοποιηθεί από το γελοίο δόγμα της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», ώστε να βρούμε τον αργαλειό και να υφάνουμε με νέες κλωστές, νέο στημόνι και υφάδι το ιστορικό μας χαλί.
Τότε λοιπόν με κατηγορούσαν πως θέλω στη σκηνή να ξαναφέρω τη φουστανέλα. Οταν δημόσια στήριζα και τον Κουν, τον Παπαγεωργίου, τον Βουτέρη και όσους ανέβαζαν Ζιώγα, Μουρσελά, Μάτεσι, Καμπανέλλη, Μανιώτη, Σκούρτη, Διαλεγμένο, Χρυσούλη, Καρρά. Ευτυχώς κανέναν φουστανελοφόρο!! Πλην βέβαια τις τραγελαφικές φιγούρες του αείμνηστου φίλου Μποστ.
Σε εποχές μάλιστα που είχε γίνει σύμβολο ελληνικότητας ο Καραγκιόζης, τόλμησα να θεμελιώσω την άποψη πως θα ήταν κατάντια για έναν ιστορικό λαό να θεωρεί αντιπροσωπευτικό ήρωα και ηθικό πρότυπο έναν κλέφτη, ψεύτη, τεμπελχανά που σιτίζεται στο σεράι και υπηρετεί κάθε Χατζηαβάτη, πολυτεχνίτη και χαραμοφάη. Και ήταν καίρια η παρέμβαση του Σκούρτη που τον σατίρισε ως παραλίγο βεζίρη. Ευτυχώς ο γλωσσοπλάστης λαός μας καθιέρωσε τον τρόπο καραγκιοζιλίκια!
Είμαι απελπισμένος που ύστερα από σαράντα και πάνω χρόνια μετά την άνθηση του νεοελληνικού έργου που κατέγραψα παραπάνω το Εθνικό Θέατρο που παραβλέπει τον ιδρυτικό του νόμο τολμά να περιφρονεί τρεις πρόσφατα μείζονες συγγραφείς μας, που έφυγαν από τη ζωή, τον Μάτεσι, την Αναγνωστάκη και τον Μουρσελά, να μην τους τιμά.
Τον Μάτεσι με το τυπωμένο έργο του «Η βουή», ένα αριστούργημα και την Αναγνωστάκη με τη «Συναναστροφή» που παιζόταν μόνο δύο μέρες τον Απρίλιο του 1967 και το κατέβασε η χούντα και το ξεχάσανε…
Σκεφτείτε πως ο μείζων Κεχαΐδης δεν παίχτηκε ποτέ στο Εθνικό όσο ζούσε και μόνο το «Πανηγύρι» του παίχτηκε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Καμπανέλλης και το μόνο από τα αριστουργήματά του που ανέβηκε στην κρατική σκηνή ήταν το μετριότατο «Η γειτονιά των αγγέλων» που έχει διασωθεί μόνο χάρη στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Επρεπε να σπεύσει το Θέατρο Τέχνης να ανεβάσει μεταναθανατίως το πλήρες αριστούργημά του «Ο δρόμος περνά από μέσα»!
ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ. Οι δεκαπέντε μετά τον Καμπανέλλη έλληνες θεατρικοί συγγραφείς που δεν γράψανε γραφικά έργα φουστανέλας ούτε κωμωδιούλες ούτε μπουλβάρ έγιναν για όσους θέλουν να σκέπτονται σ" αυτόν τον τόπο σεισμογράφοι, χειρουργοί, ογκολόγοι, δικαστές και δάσκαλοι του γένους χειρουργώντας, δικάζοντας, δασκαλεύοντας χωρίς ρητορείες κυρίως έναν λαό που κάνει λάθη, που παλινωδεί, που υποκρίνεται και επαναπαύεται, που ξεπουλάει τα τιμαλφή του για ν" αγοράσει μπιχλιμπίδια και πλαστικές χάντρες.
Δεν έκανε κάτι διαφορετικό ούτε ο Αριστοφάνης, ούτε ο Μένανδρος, ούτε ο Χουρμούζης, ούτε ο Αντώνιος Μάτεσις, ούτε ο Ξενόπουλος, ούτε ο Καπετανάκης, ούτε ο Ψαθάς, ούτε ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος.
Ο Χορν πατήρ δεν ήταν μόνο συγγραφέας του έξοχου έργου «Φυντανάκι» και του αριστουργήματος «Φλαντρώ». Είναι ο χειρουργικός σατιρικός του «Σέντζα» που σχεδόν τον επέβαλα κάποτε με πείσμα στο Εθνικό. Οταν πρωτοπαίχτηκε η ενοχλημένη μεγαλο-μικροαστική σεμνοτυφία το κατέβασε τη δεύτερη μέρα!
Τώρα δύο δόκιμοι και τολμητίες ηθοποιοί, ο Πέρης Μιχαηλίδης και ο Φίλιππος Σοφιανός, ο πρώτος και ως σκηνοθέτης, ανέβασαν στο θέατρο Faust το αθάνατο ως φόρμα και περιεχόμενο μονόπρακτο του Κεχαΐδη «Το τάβλι».
Είχε και παλιότερα γράψει πως το «εθνικό» αυτό παίγνιο με τις τρεις συνταγές, «πόρτες», «φεύγα», «πλακωτό», είναι πραγματικά συμβολική διατύπωση των ελιγμών, της δεξιοτεχνίας, της καπατσοσύνης, των υπεκφυγών, των προσποιήσεων μιας κοινωνίας που εδώ και δύο αιώνες που κέρδισε την αυτόνομη πορεία της ύστερα από αιώνες σκλαβιάς πασχίζει να επιβιώσει με τα τεχνάσματα, τις ίντριγκες, τη μαγκιά, τον φτωχοπροδρομισμό των κλεφταρματολών. Για δύο αιώνες η ντροπή δεν ήταν να σε πιάσουν να κλέβεις τη γίδα του γείτονα, αλλά να σε πιάσουν με τη γίδα στον ώμο!
Ο μέγας σατιρικός Χουρμούζης, ήδη από το 1835, γράφοντας τις αξεπέραστες κωμωδίες του (με απόπειρες δολοφονίας του συχνές), καταγράφει με πόνο ψυχής ένα κράτος όπου ο δημόσιος υπάλληλος προηγείται του κράτους, ο εργολάβος κλέβει υλικά και σχέδια από τους στρατώνες για να χτίσει σπίτι και ο αστυνόμος κατασκοπεύει στα βαφτίσια τι «σκέδια» κάναν τα μωρά για να δει αν υπονομεύουν το καθεστώς!
Ολα αυτά με τη μαεστρία του ταβλαδόρου.
Ο Κεχαΐδης βάζει απέναντί μας ένα λαμόγιο και τον άντρα της αδελφής του που ξεσηκώνοντας τις στρατηγικές του ταβλιού που παίζουν αργόσχολοι στην αιώνια ταράτσα σχεδιάζουν το «μεγάλο κόλπο» για να κονομήσουν. Από ιδέες και απάτες ανεξάντλητοι, έως το μεδούλι ανήθικοι, ελίσσονται σαν την οχιά που καιροφυλακτεί να βουτήξει τον ποντικό.
Κύριος στόχος το εύκολο κέρδος, αλλά αρκεί να σωθούν οι αβαρίες εφευρίσκοντας προσχήματα. Δεν προχωρώ σε λεπτομέρειες για να μη χαλάσω τη χαρά των θεατών αν αποφασίσουν να δουν το έργο.
Ο Κεχαΐδης το 1971 είχε ήδη εκπλήξει το θεατρικό σινάφι και το κοινό με το «Πανηγύρι» του, μια ελεγεία πάνω στην εσωτερική μετανάστευση και συνάμα ένας υπόγειος θρήνος για την εγκατάλειψη της μαστοριάς, της αγάπης για τα υλικά. Μια σπαρακτική μικρή οδύσσεια από το χωριό στην πόλη και από τη σπορά, τον θερισμό, το μάζεμα της ελιάς και τον αργαλειό, από την τσαγκαρική στην τυποποίηση.
Πορεία ενός αγρότη στο προλεταριάτο. Το «Πανηγύρι», «Το τάβλι» είναι έξοχα δοκίμια πάνω στην αποτυχία ενός λαού να προοδεύσει και να μην κάνει άλματα από το τάβλι στο facebook.
Ο Κεχαΐδης μεγάλωσε στη Θεσσαλία και όσο έζησε (δυστυχώς λίγο) μετέφερε τη νοσταλγία του τόπου του και την οργή, συχνά τη χλεύη του, για την αποτυχία του τόπου του να προχωρήσει.
Στο άλλο του αριστούργημα, «Δάφνες και πικροδάφνες», το χειρουργικό του νυστέρι τέμνει βαθιά το σώμα της νεοελληνικής πολιτικής μιζέριας και ξεσκεπάζει τις παθογένειες και τις κακοδαιμονίες.
Ομως για όσους μπορούν να διαβάζουν με προσοχή ένα θεατρικό κείμενο «Το τάβλι» είναι κωδικός δείκτης, εν πυκνώ όλος ο κοινωνικός, οικονομικός, ηθικός, πολιτισμικός καρκίνος που δυστυχώς μένει πλέον αχειρούργητος οδηγώντας μια κοινωνία σε επώδυνο θάνατο.
Στο θέατρο Faust, έναν πολυχώρο με σοβαρή δουλειά, όπου, το λέω με χαρά, πλεονάζουν ως θεατές και θαμώνες νέοι άνθρωποι, οι δύο πολύ καλοί ηθοποιοί χάρηκαν πριν καν το παρουσιάσουν το έργο του Κεχαΐδη στην πρόβα. Αυτό φαίνεται. Το γλέντησαν, διότι ανακάλυψαν τη μουσική της καθημερινής ελληνικής λαλιάς, τους ρυθμούς, τις έξοχες παύσεις, τις στρατηγικές των σιωπών. Γλέντησαν τη γλώσσα ως παγίδα, ως δόκανο, τη γλώσσα που τσακίζει κοκάλα, γλείφει, ρουφάει, πλαταγίζει και ευφραίνεται. Πετάνε οι έλληνες ηθοποιοί όταν καλούνται να μιλήσουν ελληνικά και να γευτούν τις λέξεις, αλλά, αν χρειαστεί, να τις φτύσουν.
«Οι πόρτες», «το πλακωτό», «το φεύγα» είναι στοιχεία νεοελληνικής ταυτότητας και ο Σοφιανός με τον Πέρη Μιχαηλίδη τα μιμούνται έξοχα μπροστά στον καθρέφτη του κοινού. Κι όπως έλεγε ο πρόδρομος του Κεχαΐδη Γκόγκολ: Μη σπας τον καθρέφτη, φταίει η μούρη σου.







Είδαμε «Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στο Faust Bar-Theater Art

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας, δύο μεσήλικες φίλοι και συγγενείς, παίζουν μια παρτίδα τάβλι. Κι εκεί, ανάμεσα στα ασσόδυα και τις διπλές, το τσιγαράκι και το καφεδάκι, η μία κουβέντα φέρνει την άλλη, και να, δύο χαρακτηριστικοί νεοέλληνες ξεδιπλώνονται μπροστά μας. Ο Φώντας (Πέρης Μιχαηλίδης), «ξύπνιος» και άνθρωπος της πιάτσας, που όλο εμπνέεται απίθανα σχέδια που θα τους κάνουν πλούσιους, και ο Κόλιας (Φίλιππος Σοφιανός), ήρωας της Αντίστασης με στόχο ζωής να γράψει ένα βιβλίο, ο οποίος πρέπει να «ψηθεί» διότι το σχέδιο θέλει τουλάχιστον δύο για να αποδώσει.
Εντάξει, μπορεί οι ιδέες του Φώντα στο παρελθόν να απέτυχαν παταγωδώς, αλλά σημασία έχει να είσαι αισιόδοξος και να βλέπεις ψηλά!
Εξυπνάδα, πονηριά, χιούμορ, φωνές, τσακωμοί, εκεί που λες «εντάξει τα βρήκανε» πέφτει ο τσακωμός, λόγια σκληρά, και μετά πάλι η συγκίνηση. Αδιέξοδα, μιζέρια δοσμένη καυστικά και με χιούμορ. Ένα κλασσικό Νεοελληνικό έργο, που αγαπιέται και συγκινεί.
Δυνατό κείμενο και διάλογοι, από δύο κορυφαίους ηθοποιούς, που έχουν κάνει το κείμενο δικό τους από την πρώτη στιγμή, και έχουν δουλέψει στη λεπτομέρεια, κάθε κίνηση και βλέμμα.
Είδαμε μια εξαιρετική παράσταση από κάθε πλευρά, σκηνοθεσία, μουσική επένδυση, σκηνικό. Γελάσαμε, σκεφτήκαμε, ταυτιστήκαμε, γιατί αυτοί οι χαρακτήρες έρχονται μεν απ΄ το παρελθόν, αλλά είναι πάντα επίκαιροι αφού είναι διαχρονικοί.
Το έργο παίχτηκε πρώτη φορά το 1972 στο θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, από τότε έχει ανέβει πολλές φορές, ακριβώς επειδή απηχεί την Νεοελληνική πραγματικότητα η οποία πάντα περιέχει σε ένα κομμάτι της αδιέξοδα, μιζέρια, φτώχια, κομπίνα, μαγκιά. Πάντα θα υπάρχει μια ιδέα «εκεί έξω» που δεν έχει σκεφτεί κανένας άλλος, και που αν την κάνουμε πράξη «θα τα κονομήσουμε». Θράσος, λίγη λαμογιά, μια ιδέα μεγαλομανία, κάτι που δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, έτοιμο το όνειρο.
Για λίγες μόνο παραστάσεις (εύχομαι να γίνουν περισσότερες), μην το χάσετε.

Σόνια Ηλιαρείζη, e- stage.gr

Ανταπόκριση υπέροχης παράστασης: Το τάβλι

Μια κωμωδία γεμάτη αλήθειες. Η ιστορία λιτή και απλή. Ο Φώντας, άνθρωπος της πιάτσας, προσπαθεί να πείσει τον κουνιάδο του Κόλια, να κάνουν μαζί μια «μπίζνα».
Οι ήρωες ζουν στην εποχή του μεσοπολέμου και αντιπροσωπεύουν το μέσο Έλληνα. Αυτόν δηλαδή που συναντάμε μέχρι και σήμερα, με πιο μοντέρνα ρούχα βεβαίως - βεβαίως. Λιγάκι ονειροπόλο για τη μεγάλη ζωή, λιγάκι κομπιναδόρο για το γρήγορο και ακούραστο χρήμα. Λιγάκι σκληρό και φωνακλά, άλλοτε πάλι «αλοιφή», γεμάτο χιούμορ. Και φυσικά όλα αυτά τα συνοδεύει μια παρτίδα τάβλι, ένας ελληνικός καφές και πολύ τσιγάρο, κυρίως κατά τη διάρκεια των διλημμάτων.
Ο Κόλιας… Επίδοξος συγγραφέας και προσκολλημένος στο παρελθόν του. Άλλοτε το πλάθει όπως θέλει να το θυμάται ο ίδιος, άλλοτε όπως θέλει να βλέπουν οι γύρω του την αντιστασιακή του δράση στην κατοχή. Ονειρεύεται να εκδώσει το βιβλίο του, ονειρεύεται λεφτά και μεγάλη ζωή. Ο Φώντας, συνεχώς στην ίντριγκα και στην πονηριά. Πιο ρεαλιστής από τον Κόλια, σκέφτεται και αναπαράγει τρόπους για να αρπάξει χρήμα. Χρήμα που θα του αποφέρει και άλλο χρήμα. Δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες με ένα κοινό στόχο, το μεγάλο κόλπο που θα τους αποφέρει κοινωνική καταξίωση και οικονομική ευρωστία. Αυτό το κάλπικο όνειρο, φτιαγμένο από ευτελή υλικά, που τελικά οδηγεί στο ξεπούλημα. Πρώτα θα πουλήσεις σα λαχείο τα ιδανικά σου και αργότερα, αν δεν κληρώσεις, θα αρχίσεις να ξεπουλάς τους ανθρώπους γύρω σου. Όλα εις το όνομα της δόξας και της εφήμερης ευτυχίας. Όλα στο βωμό του χρήματος, γιατί ο θεός Πλούτος απαιτεί θυσίες.
Οι διάλογοι του Κεχαΐδη είναι ζωντανοί, γρήγοροι και χιουμοριστικοί. Περιγράφουν εξαίσια τη νεοελληνική πραγματικότητα. Μέσα από το δεξιοτεχνικό τρόπο που χειρίζεται το λόγο και από ανάλαφρους διαλόγους, παρουσιάζει την ελληνική πραγματικότητα γυμνή, χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες. Ο Κεχαΐδης, διέκρινε και ανέδειξε στο έργο του τον άνθρωπο που αδυνατεί να βρει τη θέση του μέσα στο σύνολο. Αυτόν που πάντα θέλει να ανήκει κάπου «καλύτερα», αυτόν που μεγαλοπιάνεται και πάντα φεύγει.
Ο Περής Μιχαηλίδης σε διπλό ρόλο. Ως σκηνοθέτης δημιουργεί μια παράσταση χαρακτήρων, ως Φώντας σχεδόν μας έπεισε για το μεγάλο κόλπο. Τόσο που θέλαμε να φωνάξουμε φεύγοντας «Θα επενδύσω και εγώ στο σχέδιό σου». Απλός και έντονος συνάμα, αποδείχτηκε σε βασιλιά της πειθούς. Εξαιρετική ερμηνεία, η οποία μας προσέφερε αστείρευτο γέλιο.
Ο Φίλιππός Σοφιανός ήταν ο Κόλιας. Απόλυτα φυσικός, άνετος και δυστυχώς έρμαιο των επιλογών του κουνιάδου του. Με τέτοια επιχειρηματολογία, η σθεναρή αντίδρασή του δεν είχε καμία τύχη να υπερισχύσει. Συμπαθής αλλά και αντιπαθητικός, με λίγα λόγια απλώς μοναδικός.
Ξεκαρδιστικός συνδυασμός και ειλικρίνεια που προκαλεί αμηχανία. Αυτούς τους ανθρώπους και τις διάφορες παραλλαγές τους τους ξέρετε, τους έχετε σίγουρα συναντήσει κάπου, ενδεχομένως κάποιους από αυτούς να τους έχετε αγαπήσει.
Τέσσερις παραστάσεις έμειναν και ο χρόνος κυλάει αντίστροφα για μια θεατρική επιλογή που θα θυμάστε για καιρό. Καλό, ποιοτικό θέατρο, με κείμενο προφητικό και επίκαιρο, ωραία μουσική επένδυση και μια χρονική σύνδεση σχεδόν ανατριχιαστική. Στο χώρο του Faust Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Κλείστε τη θέση σας από νωρίς για να προλάβετε. Την προτείνω ανεπιφύλακτα και σπεύσατε ολοταχώς! Καλή σας θέαση!

Χάρις Μολυβιάτη, noisy.gr

ΤΟ ΘΕΑΘΗΝΑΙ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΤΟ ΤΑΒΛΙ» ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΕΧΑΪΔΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ FAUST

To σπουδαίο θεατρικό έργο «Το Τάβλι», του Δημήτρη Κεχαΐδη, παρουσιάζεται από τις 25 Σεπτεμβρίου και ζωντανεύει μοναδικά με τον Πέρη Μιχαηλίδη και τον Φίλιππο Σοφιανό, για έξι παραστάσεις, στη θεατρική σκηνή του FAUST Bar-Theatre-Arts. Τη σκηνοθεσία του έργου υπογράφει ο εξαιρετικός Πέρης Μιχαηλίδης. Η πρεμιέρα της παράστασης πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου στο προαύλιο της κεντρικής σκηνής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καλαμάτας και ακολούθησε περιοδεία σε 32 χωριά της Μεσσηνίας, κερδίζοντας την εντυπωσιακή ανταπόκριση του κοινού.  
«Το Τάβλι», ένα γοητευτικό, κλασσικό και πάντα επίκαιρο έργο, με πλήθος αρετών, που διακρίνεται για την ξεχωριστή δομή και μορφή του, τη ζωντάνια των διαλόγων και τη διαχρονικότητα των ηρώων του, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα έξοχης γραφής και δραματουργίας.
Σε μια αυλή της Αθήνας, κατά τη διάρκεια μιας παρτίδας τάβλι, δυο φίλοι αλλά και συγγενείς, ο Φώντας και ο Κόλιας, μιλούν για το μέλλον. Στην προσπάθεια τους να βρουν την καλύτερη λύση στα προβλήματα που τους απασχολούν, παλεύουν με τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις τους. Πραγματοποιούν ένα λεκτικό και συναισθηματικό «ταξίδι» στον χρόνο, έχοντας επαφή με μια πλαστή πραγματικότητα και εκθέτοντας, ο ένας μετά τον άλλο, την «εικόνα» τους για την ζωή και τον κόσμο. Κυριαρχούνται από τη λαχτάρα να ξεχωρίσουν μέσα σε ένα περιβάλλον που αισθάνονται τις περισσότερες φορές ότι τους υποτιμά και τους υπονομεύει. Αδιαφορώντας για τον θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο υλοποίησης των ονείρων τους, συζητούν για ένα σχέδιο-απάτη, που θα τους χαρίσει την αποδοχή και την καταξίωση. Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με συγκρούσεις, προσωπικά βιώματα και μνήμες, με τον μηχανισμό του ονείρου να τους κατευθύνει. 
Ο Πέρης Μιχαηλίδης και ο Φίλιππος Σοφιανός μας χαρίζουν μια αληθινά εκπληκτική παράσταση. Έχοντας μια συγκλονιστική χημεία μεταξύ τους, οι δυο μοναδικοί ηθοποιοί, με τη λαμπρή γνώση, το τεράστιο ταλέντο και τη γνήσια θεατρική λάμψη τους, μας κάνουν κοινωνούς μιας συναρπαστικής θεατρικής εμπειρίας.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης, στο ρόλο του «Φώντα», προσφέρει μια πραγματικά αριστουργηματική ερμηνεία, με χιούμορ, ενέργεια, ανθρωπιά, ευαισθησία και τρυφερότητα. Ο Φίλιππος Σοφιανός, στο ρόλο του «Κόλια», από την πρώτη στιγμή έως και την τελευταία, καθηλώνει με την υπέροχη, εκρηκτική ερμηνεία του, συγκινώντας ανεπανάληπτα.
Φώτα, κοστούμια, σκηνικά και μουσική, συνθέτουν ατμοσφαιρικά και με έμπνευση, το περιβάλλον των ηρώων, όπου ζουν, κινούνται και ελπίζουν.
Με τη σκηνοθεσία του, ο Πέρης Μιχαηλίδης ζωντανεύει και αναδεικνύει στον απόλυτο βαθμό, έναν θεατρικό κόσμο γεμάτο δύναμη, ενδιαφέρον και αυθεντικότητα, αποκαλύπτοντας μια γραφή που συνδέει άρρηκτα τις βαθύτερες επιθυμίες και την ψυχολογία των ανθρώπων με την εποχή τους αλλά και με κάθε εποχή γενικότερα. Πρωταγωνιστές σε ένα παιχνίδι αναμέτρησης αλλά και συνύπαρξης, ο Φώντας και ο Κόλιας είναι πρόσωπα που φοβούνται, προδίδονται και προδίδουν, παραιτούνται και υποχωρούν, συγχωρούν και αγαπιούνται, έτοιμοι για να ξεκινήσουν κάθε φορά μπροστά μας, μια καινούρια παρτίδα.

Νίκη Ράπτη, Θεαθήναι

Είδα «Το Τάβλι» Του Δημήτρη Κεχαïδη Σε Σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη

Ο Δημήτρης Κεχαïδης αποτελεί μια εξέχουσα μορφή της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας της μεταπολίτευσης. Άφησε παρακαταθήκη έργα σταθμούς όπως «Το Πανηγύρι» (1964), τα μονόπρακτα «Η Βέρα και το Τάβλι» (1972), το πολυπαιγμένο «Δάφνες και Πικροδάφνες», έργο που συνυπόγραψε με τη σύζυγο του Ελένη Χαβιαρά το 1979, μέχρι το «Με δύναμη από την Κηφισιά» που πρωτοπαίχτηκε το 1995 από το Θέατρο της οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και το είδαμε και πέρυσι από το Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Η δραματουργία του αν και μικρή αριθμητικά είναι απόσταγμα της μικροαστικής τάξης, του λαïκού νεοέλληνα που προσπαθεί να επιβιώσει κάποιες φορές κάτω από αντίξοες συνθήκες, αυτού που ψάχνει την ευκαιρία και έχει τάσεις «φυγής» από την πραγματικότητα. Οι χαρακτήρες που σκιαγραφεί είναι ολοκληρωμένοι και αγγίζουν το κοινό γιατί στα μάτια τους βλέπει τον εαυτό του, την οικογένεια του, τον περίγυρο του. Ο ίδιος έλεγε πως δεν βιαζόταν να γράψει ένα έργο, γιατί δυσκολευόταν να αποχωριστεί τους ήρωες του προηγούμενου.
Συνέδεσε το όνομα του με το Θέατρο Τέχνης από το 1958 σε νεαρή ηλικία με τα μονόπρακτα «Μακρινό λυπητερό τραγούδι» και «Παιχνίδια στις Αλυκές».
Συγκεκριμένα «Το Τάβλι» που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω πρωτοανέβηκε το 1972 στο στο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το γεγονός ότι παίζεται και ξαναπαίζεται για 45 χρόνια και πλέον καταδεικνύει τη δύναμη του κειμένου, τη διαχρονικότητα του καθώς και την ελληνικότητα του.
Όλα παίζονται γύρω από μια παρτίδα τάβλι. Υπό τον ήχο των ζαριών σε μια συζήτηση ο Φώντας (Πέρης Μιχαηλίδης) προσπαθεί να πείσει τον κουνιάδο του Κόλλια (Φίλιππος Σοφιανός) να στήσουν μια μεγάλη μπίζνα για να πιάσουν τη «καλή», ώστε να καταφέρει ο δεύτερος επιτέλους να εκδώσει το βιβλίο του όπου εξιστορεί τα κατορθώματα του στην Αντίσταση. Αυτό είναι το επιχείρημα, εκεί ποντάρει ο Φώντας. Σήμερα, ο Κόλλιας προσπαθεί να επιβιώσει σαν λαχειοπώλης, ενώ ο Φώντας είναι ανεπάγγελτος. Δύο διαφορετικοί τύποι, μεσήλικες που όμως έχουν βρει τις ισορροπίες τους και λειτουργούν άλλοτε αρμονικά και άλλοτε όχι με την ελπίδα να πιάσουν το άπιαστο, το όνειρο που θα τους εξασφαλίσει την ευημερία και θα τους βγάλει από τη μιζέρια, συνυπάρχουν στο εν λόγω έργο, που παραμένει απελπιστικά επίκαιρο. Με οξυδέρκεια σκιαγραφείται η καλοδουλεμένη κομπίνα του ενός και οι αντιρρήσεις του δεύτερου. Στο τέλος όμως δε διστάζουν να «ξεπουλήσουν» ο ένας γυναίκα και ο άλλος την αδερφή του εν ονόματι του σχεδίου. Αξίες που καταρρέουν, νοοτροπία του νεοέλληνα που αναζητά το εύκολο χρήμα χωρίς κόπο αλλά με ρίσκο, μικροαπατεωνίσκοι που περνούν τις μέρες τους παίζοντας τάβλι στα καφενεία ή στο σπίτι, βρίσκουν στέγη στο φιλόξενο και ατμοσφαιρικό θέατρο FAUST αυτή τη φορά μετά την περιοδεία στα χωριά της Μεσσηνίας με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καλαμάτας σε σκηνοθεσία του Πέρη Μιχαηλίδη που συμμετέχει με διπλή ιδιότητα στην παράσταση.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο FAUST, ποντάροντας στην μαεστρία των δύο πολύ έμπειρων ηθοποιών, την απόλυτη χημεία τους και τις εναλλαγές γλυκόπικρων συναισθημάτων τράβηξε την προσοχή του κοινού και κέρδισε την παρτίδα. Ο Πέρης Μιχαηλίδης ως Φώντας και εμπνευστής της κομπίνας κέντησε το ρόλο του παίζοντας με τη φωνή, το σώμα αλλά και το συναίσθημα μας. Με τσαχπινιά ντύθηκε το ρόλο του κουτοπόνηρου τεμπελάκου και λίγο ανήθικου Φώντα καταφέρνοντας να μας καθηλώσει. Σκηνοθετικά ο Πέρης Μιχαηλίδης ορθά άφησε το έργο να αναπνεύσει, στηριζόμενος στο δυνατό κείμενο που είχε μπροστά του και στο ταλέντο των ηθοποιών. Ο Φίλιππος Σοφιανός πιο μεστός υποκριτικά από ποτέ σε ένα ρόλο, αυτόν του αντιστασιακού Κόλλια, που του ταίριαξε γάντι, πέτυχε το αμείωτο ενδιαφέρον του κοινού βγάζοντας αλήθεια σε κάθε ατάκα. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω : «μου έλεγες θα γεμίσουμε την Ελλάδα γουρούνια, τώρα με Νέγρους». Μας έπεισε απόλυτα σε κάθε στιγμή.
Αυτή την παρτίδα τάβλι δεν πρέπει να τη χάσετε, ακόμη κι αν την κέρδισαν άλλοι, οι πρωταγωνιστές.

Νατάσα Κωνσταντινίδη, Τέχνες plus

Είδαμε την παράσταση «Το τάβλι», με τον Πέρη Μιχαηλίδη και τον Φίλιππο Σοφιανό

«To τάβλι». Ένα γλυκόπικρο έργο που πίσω από το κωμικό στοιχείο κρύβει τις βαθιές πληγές του νεοέλληνα. Μια παρτίδα ανάμεσα σε δόλιες σκέψεις και ενοχές: Η απελπισία του νεοέλληνα παίζει μια παρτίδα με τη φιλοδοξία, ο αριβισμός με την μιζέρια, η ενοχή με την ελπίδα.  Το έργο που πρωτοπαρουσίασε ο Δημήτρης Κεχαΐδης το 1972 και παρουσιάζεται αυτές τις μέρες σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη στο Faust μοιάζει να είναι τόσο επίκαιρο ακριβώς γιατί είναι ένα βαθιά κοινωνικό και πολιτικό έργο που σκάβει βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου για να αποκαλύψει τις προθέσεις των πράξεών του.
Δυο φίλοι ο Φώντας και ο Κόλιας, σε μια παρτίδα τάβλι, έρχονται αντιμέτωποι με το «μεγάλο σχέδιο» του πρώτου για να «πιάσουν την καλή» για να ξεφύγουν από τη φτώχεια, να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Είναι ο αγώνας του ανθρώπου να βρει νόημα στη ζωή ακόμα και αν αυτό το νόημα είναι φαιδρό: Έτσι είναι και ο νεοέλληνας. H φτώχεια γεννά πόθους. Η εκπλήρωση των πόθων απαιτεί θυσίες, εκπτώσεις, μικρά «εγκλήματα», παρανομία. Για να μην πεθάνεις χωρίς να έχεις γίνει κάποιος, για να μη περάσει η ζωή και δε μπορέσεις να δοκιμάσεις τις μεγάλες υλικές απολαύσεις της, την κοινωνική υπεροχή και συνάμα τη δικαίωση από τον περίγυρο. Να το κάνω ή όχι; Αναρωτιέται ο ένας εκ των δυο πρωταγωνιστών σε όλη τη διάρκεια της παρτίδας τάβλι. Ο σύντροφός του είναι πεπεισμένος: «Μια φορά πετάει το πουλί, παίρνεις το όπλο και το σκοτώνεις, μια φορά παρουσιάζεται η μεγάλη ευκαιρία».
«Ποιος είπε ότι η κρίση πάντα αναπλαισιώνει και ενδυναμώνει τις ηθικές αξίες; Αυτά είναι λόγια εκείνων που δε γνωρίζουν από φτώχεια» σκέφτηκα κατά τη διάρκεια του έργου. Η φτώχεια δεν είναι πάντα σχολείο που θα σου διδάξει την αλληλεγγύη. Η φτώχεια δεν είναι πάντα συνθήκη που θα σε φέρει πιο κοντά με τον συνάνθρωπο. Η φτώχεια γεννά διχασμό και φόβο και ο φόβος γεννά την επιθυμία για μάχη στην ψυχή του ανθρώπου. Τα μεγαλύτερα κοινωνικά «εγκλήματα» γίνονται συνήθως από φοβερά φοβισμένους ανθρώπους.
Αυτό τον ρεαλισμό που είναι και η ουσία του έργου κατάφερε να αποδώσει αριστοτεχνικά ο Πέρης Μιχαηλίδης τόσο σκηνοθετικά όσο και ερμηνευτικά. Σαν θεατής νιώθεις πως είναι πολύ κοντά σου συναισθηματικά, σαν να σου μιλά απευθείας χωρίς να χρειάζεται να σου απευθύνει τον λόγο. Και αυτό πρέπει να είναι ένα μεγάλο ταλέντο του, υποθέτω. Ο Φίλιππος Σοφιανός από την άλλη εντυπωσιάζει με την ικανότητά του να ακολουθεί τις ψυχολογικές εναλλαγές του ρόλου τόσο αποτελεσματικά ώστε να δίνει ο ίδιος ορμή και κίνηση στο έργο. Kατανοεί την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα, όπως λίγοι ηθοποιοί μπορούν να κάνουν. Δεν αρκείται στο να είναι ένας χαρακτήρας και να μας το δείχνει, συμμετέχει δυναμικά και με πάθος σε αυτόν.
Μια εξαιρετική απόδοση του έργου του Δημήτρη Κεχαΐδη που αξίζει να παρακολουθήσετε. Ένα έργο που αν και γράφτηκε για τον νεοέλληνα, την μεταπολεμική περίοδο, παραμένει διαχρονικό και κατά τη γνώμη μου ξεπερνά τα όρια του κοινωνικού για να εξηγήσει τα βαθιά αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να μιλήσει για τα μικρά αλλά τόσο μεγάλα εγκλήματα που συμβαίνουν, πρώτα απ΄όλα, στον νου του ανθρώπου.

Γιώργος Κολέτσος, γουόκι τόκι


ΤΟ ΤΑΒΛΙ -ΚΡΙΤΙΚΗ

Το μονόπρακτο του Δημήτρη Κεχαΐδη "Το Τάβλι" σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη, παρακολούθησα στη σκηνή του Faust. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Φεβρουάριο του 1972 στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, με τον Κάρολο Κουν στη σκηνοθεσία και τους Νικήτα Τσακίρογλου και Γιάννη Μόρτζο να ερμηνεύουν τους Φώντα και Κόλια αντίστοιχα.
Δύο μεσήλικες μικροαστοί παίζουν μια παρτίδα τάβλι σε μια αυλή της Αθήνας και συζητούν για το πως θα καταφέρουν να βγουν από τα αδιέξοδα της φτώχειας και της αφάνειας πριν τη δύση της ζωής τους. Αντιπροσωπευτικοί λαϊκοί τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας προσπαθούν να σκαρώσουν ένα μεγάλο κόλπο, για να "πιάσουν την καλή" και να φτάσουν ψηλά, δραπετεύοντας από τη μιζέρια της καθημερινότητάς τους, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσουν στα σχέδια τους και τη γυναίκα του ενός και αδερφή του άλλου. Ζουν με το παρελθόν και τις αυταπάτες τους και ονειρεύονται να βγουν στον αφρό, να βγάλουν λεφτά και να κάνουν επιτέλους τα όνειρά τους πράξη, παρά τις προηγούμενες αποτυχίες τους. Συγκρούονται, λένε ψέματα, φιλιώνουν και ενώνουν τις προσπάθειές τους. Αν και οι εποχές έχουν αλλάξει από τότε που γράφτηκε το κείμενο, η ουσία και τα νοήματά του παραμένουν επίκαιρα στη σύγχρονη Ελλάδα, καθώς και η νοοτροπία των ηρώων του.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης σκηνοθετεί την παράσταση, κρατώντας τη ρεαλιστικότητα της γραφής του κειμένου, χωρίς ωραιοποιήσεις, επιχειρώντας ένα βαθύτερο ψυχογράφημα δύο απλών και καθημερινών χαρακτήρων. Ο λόγος ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, το μεγαλεπήβολο και το γελοίο, την αλήθεια και το ψέμα, το όνειρο και την απάτη. Η προσέγγιση ανθρώπινη, με ένα τόνο τρυφερό και συναισθηματικό, χωρίς όμως να χάνει τη σκληρότητα της αυτοειρωνείας και της λεπτής κοινωνικής κριτικής. Η νοοτροπία του εύκολου κέρδους, η ψυχολογία της απόδρασης από τη μιζέρια και την κοινωνική απαξία, η προσπάθεια να πάψουν να είναι "ανθρωπάκια" και να γίνουν "άνθρωποι" αξιοσέβαστοι και δακτυλοδεικτούμενοι είναι οι πόλοι γύρω από τους οποίους κινείται η ιστορία. Η σχέση εξάρτησης που έχουν αναπτύξει με τα χρόνια οι δύο φίλοι είναι διαρκώς παρούσα. Οι διάλογοι παρόλο που δεν έχουν βάθος και πολλές φορές επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα, παραμένουν ζωντανοί, χαριτωμένοι, δυναμικοί και γεμάτοι διάθεση για ζωή. Η εναλλαγή του τραγικού με το κωμικό είναι συνεχής, διατηρώντας το ρυθμό της παράστασης σταθερό και κρατώντας το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος. Ακόμα κι αν δεν αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας στους ήρωες, θα αναγνωρίσουμε σίγουρα κάποια χαρακτηριστικά τους, κάποιους φόβους, ή κάποιες ανασφάλειες.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης κρατά και το ρόλο του Φώντα. Κρύβει μέσα του ένα μικροαπατεώνα, ένα μικροαριβίστα, αλλά χωρίς πραγματικά κακές προθέσεις, χωρίς να έχει χάσει την ανθρωπιά και την ευαισθησία του. Υποκρίνεται το σίγουρο και ριψοκίνδυνο, προσπαθώντας να αποκρύψει τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες και την απογοήτευσή του. Με χιούμορ και πειθώ στο λόγο του, επιχειρεί να πείσει το φίλο του να συνεργαστεί μαζί του. Νευρικός, μερικές φορές υπερκινητικός, βαθιά φοβικός αλλά και τρυφερός, πλάθει με αδρές και καθαρές γραμμές ένα συμπαθή μικροαστό που παλεύει να μην παραδοθεί στη μοίρα του και να αποκτήσει, έστω και αργά, μέλλον.
Ο Φίλιππος Σοφιανός ερμηνεύει τον Κόλια, γαμπρό και φίλο του Φώντα. Παραιτημένος στη ρουτίνα της οικογενειακής ζωής, προσπαθεί για χρόνια να τυπώσει ένα βιβλίο για το αντιστασιακό του παρελθόν που τον στοιχειώνει και δείχνει να έχει χάσει το νόημα της ύπαρξής του, τριγυρίζοντας στο σκηνή με ώμους καμπουριασμένους και λόγο άτονο, επίπεδο και επαναλαμβανόμενο. Το όνειρο του φίλου του, δείχνει να του ξυπνά και πάλι τη διάθεση να ζήσει πραγματικά, η φωνή του αποκτά παλμό και το σώμα του ενέργεια, δείχνοντας έτοιμος για μια επανεκκίνηση. Μια αυθεντικά λαϊκή και βαθιά αισθαντική ερμηνεία αποτυπωμένη με λιτότητα και σαφήνεια. Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών στη σκηνή είναι από τα βασικά ατού της προσπάθειας αυτής, δείχνοντας να έχουν βρει σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινούς κώδικες επικοινωνίας.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Faust, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κλασσικού νεοελληνικού κειμένου, το οποίο αποτελεί μία πιστή απεικόνιση της μικροαστικής μεταπολεμικής νοοτροπίας και ψυχολογίας μας. Η σκηνοθεσία ακολουθεί τη ρεαλιστική γραμμή του λόγου, κρατάει το συναίσθημά του, χωρίς να τον κάνει μελό, έχει ρυθμό και ατμόσφαιρα, με το δράμα να πηγαίνει χέρι χέρι με την κωμωδία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών γνήσιες, λαϊκές, τρυφερές και ανθρώπινες με τη σκηνική τους συνεργασία να είναι σε υψηλό επίπεδο, σε μια ούτως ή άλλως καλοκουρδισμένη προσπάθεια.

Γιώργος Χριστόπουλος, Onlytheater


Είδαμε «Το τάβλι» στο θέατρο Φάουστ

Στις 26/9/2018 παρακολούθησα το Τάβλι του Δημήτρη Κεχαίδη. Ένα έργο που με κέρδισε αμέσως και συνάμα κέντρισε την προσοχή μου. Από την πρώτη στιγμή, ο θεατής εισάγεται κατευθείαν στο σκηνικό χώρο όπου είναι η μεταπολεμική Ελλάδα, μια χώρα εντελώς κατεστραμμένη από τον Εμφύλιο που προηγείτο της υπόθεσης. Ο Κεχαίδης ως συγγραφέας, καταθέτει διαμέσου της πένας του, -απλά και κατανοητά- απόψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές που μπολιάστηκαν άλλοτε και με το πέρασμα του χρόνου παγιώθηκαν. Δύο αντιήρωες, ο Φώντας και ο Κόλιας επιθυμούν να ξεφύγουν από τη δύσκολη κατάσταση που διέπει τις ζωές τους. Ένας τρόπος υπάρχει για να επιτευχθεί αυτό: να φέρουν εις πέρας ένα σχέδιο που φαντάζει ανέφικτο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι αντιήρωες διότι ανήκουν στους περιθωριοποιημένους της ζωής. Ζώντας για χρόνια μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, ονειρεύονται ότι θα ξεφύγουν. Θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας, τραγουδούσε κάποτε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Η άσπρη μέρα όμως για να υφίσταται, προϋποθέτει εξυπνάδα, σκέψη, όραμα και δουλειά. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι έτοιμοι πρακτικά να δεχτούν και να βιώσουν ριζική αλλαγή στην καθημερινότητα τους.
Μοιάζουν σαν το δίδυμο, Βλαδίμηρος και Εστραγκόν στο Περιμένοντας το Γκοντό όπου έχουν βαλτώσει εντελώς και μέσα από την αδυναμία του χαρακτήρα τους, στέκονται συνεχώς στο ίδιο σημείο και υποτάσσονται στο αναπότρεπτο της μοίρας τους. Περιμένουν την αλλαγή χωρίς να δουλεύουν για αυτήν. Και τώρα έρχομαι στο επίκαιρο του πράγματος: μια χώρα όπως η δική μας που γέννησε τόσα πολλά καλά και αξιόλογα πράγματα αφέθηκε μετά από αιώνες, να γίνεται έρμαιο που παραπαίει. Το τάβλι είναι διαχρονικό. Ο Φώντας και ο Κόλιας διαπραγματεύονται την αλλαγή με μια παρτίδα τάβλι. Οι κυβερνώντες πολιτικοί παίζουν την τύχη της χώρας στο τάβλι που δεν είναι άλλο από τις έωλες υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Κοινό σημείο: αμφίβολη έκβαση με σίγουρη αποτυχία. Ο Πέρης Μιχαηλίδης στο ρόλο του πονηρού και καπάτσου Φώντα, κινείται με άνεση. Ταυτόχρονα σκηνοθετεί την παράσταση, δίνοντας έμφαση στις εκφράσεις και στο στήσιμο των ανδρών επί σκηνής. Αγαπάει πολύ τη δουλειά του, έχω την εντύπωση ότι ίσως είναι σχολαστικά λεπτολόγος αλλά είναι γνωστό ότι η λεπτομέρεια κάνει τον πρωταθλητή. Ο Φίλιππος Σοφιανός, ο αξιόλογος συμπρωταγωνιστής του, διανθίζει την παράσταση με την στιβαρή παρουσία του επί σκηνής. Ατού του είναι οι εκφραστικές εναλλαγές και οι εντάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τον Κόλια, τον ήρωα που υποδύεται. Ένα αντίθετο δίδυμο που δένει εκπληκτικά εξαιτίας των χαρακτηρολογικών τους αντιθέσεων, ερμηνεύουν ρεαλιστικά με πειστική αληθοφάνεια τους ανθρώπους που τους τρώει το διαίρει και βασίλευε σε όλες τις εκφάνσεις του.

Ο λόγος και των δύο ρέει με γρηγοράδα, το έργο στηρίζεται στη δυναμική που μπορεί να προσφέρει ο διάλογος και στα συναισθήματα που μπορεί να προκύψουν. Δυναμική αναμέτρηση, ένα έργο που δεν επιλέχτηκε τυχαία γιατί πέρα από το φαινόμενο της γενικής καταστροφής που μαστίζει τη χώρα, γίνονται αναφορές στο φαινόμενο του ρατσισμού, χρωματίζεται η κουτοπονηριά και η επικράτηση του ισχυρού έναντι του αδύναμου. Σε αυτή την παρτίδα τάβλι, διακυβεύονται ζωές ουτοπικές.

Ελένη Αναγνωστοπούλου, fractal


Το τάβλι

Είναι η δεύτερη φορά που παρακολουθώ το γνωστό έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη. Η πρώτη ήταν πριν τρία χρόνια περίπου στο θέατρο «Αποθήκη». Φέτος είχα την χαρά να το δω -και παράλληλα να ξεκινήσω και την θεατρική σεζόν 2018-2019, στον πολυχώρο Faust στην οδό Καλαμιώτου. Το εμβληματικό έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη πρωτοπαίχτηκε στο Θέατρο Τέχνης το 1972 σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και με πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο. Έκτοτε και παρόλο που έχουν περάσει πάνω από σαράντα πέντε χρόνια, παίζεται συνεχώς στις αθηναϊκές αίθουσες, γεγονός που δείχνει από μόνο του την διαχρονικότητα και την μεγάλη δυναμική του ίδιου του έργου.
«Το τάβλι» είναι ένα απλό μονόπρακτο: δύο άντρες παίζουν μια παρτίδα τάβλι και συζητούν. Ο ένας είναι ο Κόλιας, πρώην αντιστασιακός, πλέον είναι ένας φτωχοδιάβολος που έχει παραιτηθεί από την ζωή, ζει μαζί με την γυναίκα του, την Καλλιόπη, πίνει τον καφέ του, παίζει τάβλι με τον γαμπρό του και ονειρεύεται να εκδώσει ένα βιβλίο με τα κατορθώματά του από τον πόλεμο. Ο δεύτερος άντρας είναι ο Φώντας, ο γαμπρός του Κόλια, εντελώς άλλος χαρακτήρας: μικροκομπιναδόρος, πονηρούλης, προσπαθεί να κάνει το μεγάλο κόλπο και να περάσει μια χαρισάμενη ζωή χωρίς μεγάλο κόπο. Συναντιούνται καθημερινά στο σπίτι του Κόλια, όπου η Καλλιόπη σερβίρει καφέδες σε άντρα και αδελφό και γενικά φροντίζει για την καλοπέρασή τους. Η Καλλιόπη είναι ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται ποτέ πάνω στην σκηνή αλλά αναφέρεται συνεχώς από τους δύο άντρες και γίνεται κατανοητό στο κοινό ότι είναι ο κλασικός γυναικείος χαρακτήρας της υποταγμένης οικοκυράς -δούλας, ταγμένη να φροντίζει τον άντρα-αφέντη: να του φτιάχνει τον καφέ του, να του σιδερώνει τα πουκάμισά του, να έχει έτοιμο το φαγητό στην ώρα του. Ο Κόλιας είναι παραιτημένος: ζει μόνο για να αναμασάει την αντίστασή του κατά των Γερμανών και των δοσίλογων της Κατοχής. Περνάει τις ημέρες του παίζοντας τάβλι με τον αδελφό της γυναίκας του και τις νύχτες του γράφοντας τα απομνημονεύματά του. Βαθιά μέσα του διατηρεί την ελπίδα της αναγνώρισης του έργου του αλλά δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό για να καταφέρει την έκδοση του έργου του. Από την άλλη πλευρά, ο Φώντας είναι ο πραγματιστής αυτής της μικρής οικογένειας: προσπαθεί να σκαρφιστεί ένα οποιοδήποτε κόλπο προκειμένου να γίνει γρήγορα και ακούραστα πλούσιος. Η νέα του φαεινή ιδέα είναι να εκμεταλλευτούν έναν ηλικιωμένο, μοναχικό πλούσιο γείτονα βάζοντας την Καλλιόπη να του κάνει την οικιακή βοηθό με απώτερο σκοπό να του αποσπάσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Με αυτό το ποσό που θα πάρουν δολίως από τον πλούσιο άντρα θα πάνε να εισάγουν μαύρους από την Μπιάφρα της Αφρικής και θα τους φέρουν να τους εκμεταλλεύονται στην Ελλάδα.
Είναι εύκολοι οι παραλληλισμοί που μπορούν να γίνουν με την σημερινή εποχή: η εκμετάλλευση των αλλοδαπών που προέρχονται από τις λεγόμενες «τριτοκοσμικές χώρες» και που έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα, οι δήθεν φαεινές ιδέες που έχουν αρκετοί νεοέλληνες και η προσπάθεια του εύκολου πλουτισμού, η εκμετάλλευση της γυναίκας, τα όνειρα πολλών επίδοξων καλλιτεχνών που ελπίζουν ότι θα γίνουν λογοτέχνες, ζωγράφοι κ.ο.κ. και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εργάζονται σε ταπεινά επαγγέλματα.
Η σκηνοθεσία του έργου είναι του Πέρη Μιχαηλίδη, λιτή δουλειά, χωρίς περιττά σκηνικά: ένα τραπέζι με στημένο του πάνω ένα ανοιχτό τάβλι, δύο καρέκλες, ένα μικρό φλιτζανάκι καφέ, ένα σιδερωμένο πουκάμισο. Οι δύο ήρωες έχουν άπλετο χώρο να κινηθούν, να φωνάξουν, να ονειρευτούν την οικονομική και κοινωνική τους καταξίωση. Στον ρόλο του Φώντα ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μας παρουσιάζει με επιτυχία τον νεοέλληνα απατεωνίσκο που αναζητά την εύκολη λύση, ξέρει να χειρίζεται τον κουνιάδο του και τον πείθει να τον ακολουθήσει χρησιμοποιώντας το όνειρο της λογοτεχνικής αναγνώρισης. Στον ρόλο του Κόλια ο Φίλιππος Σοφιανός, είναι ο φυγόπονος πρώην αντιστασιακός, καταφέρνει να μας μεταδώσει την απραξία του και την οκνηρία του.

Εύη Ρούτουλα, koukidaki blogspot

Η Άποψή μας για “Το Τάβλι” του Δημήτρη Κεχαΐδη, στο “Faust BarTheatreArts”.

Ο Κόλιας και ο Φώντας!  Δύο Έλληνες!  Κλασικές φιγούρες!  Ακόμη και τα ονόματά τους και το ντύσιμό τους παραπέμπουν στην κουλτούρα των Βαλκάνιων, αρχές της δεκαετίας του ΄70.  Κατακαλόκαιρο, νωρίς το μεσημέρι, στην αυλή ενός τυπικού μικροαστικού σπιτιού, σε γειτονιά της Αθήνας.
Το απόλυτο σκηνικό για το στήσιμο της “μεγάλης μπίζνας”.  Αυτής που θα βγάλει τους μεροκαματιάρηδες από το καβούκι τους.  Στο κυνήγι του χρήματος και της επίπλαστης σαγήνης της μεγάλης ζωής.  Αυτά που θα τους γλιτώσουν από τη βαρετή και μίζερη καθημερινότητά τους.
Το έργο περιγράφει γλαφυρότατα τη νοοτροπία του Νεοέλληνα που  προέκυψε μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά.  Η χαμένη αθωώτητα. Όχι όμως μόνο της νιότης, αλλά και του ταλαιπωρημένου και βασανισμένου βιοποριστή.
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς.  Κατάφερε να αποδώσει τη ρουτίνα της μικροαστικής τάξης, φτάνοντας στον πυρήνα της και αναλύοντας τα χαρακτηριστικά της με έντονες ψυχικές και συναισθηματικές εναλλαγές, χρησιμοποιώντας μόνο την απλή Ελληνική γλώσσα.  Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι έργα του Κεχαΐδη ανέβηκαν και συνεχίζουν ν΄ανεβαίνουν σε μερικές από τις μεγαλύτερες Αθηναϊκές σκηνές.
Νέα πρόταση, λοιπόν, από τον Πέρη Μιχαηλίδη, ο οποίος ανέλαβε και τη σκηνοθεσία του έργου.  Λιτό σκηνικό με πρωταγωνιστικό ρόλο το χειροποίητο τάβλι.  Ο ήχος του συναρπαστικός.  Μας γύριζε πίσω αρκετά χρόνια, τότε που το ζάρι κι ο καφές ήταν απαραίτητα μετά τη μεσημεριάτικη σιέστα...  Και κάπου ανάμεσα στα ασσόδυα και τις εξάρες, ακατάπαυστη φλυαρία.  Ασύνδετη, αρκετές φορές, μιας και οι δύο φουκαριάρηδες ήρωες είχαν διαφορετικά όνειρα και φιλοδοξίες.  Με μόνο κοινό παρονομαστή τη ματαιότητα των σχεδίων τους.  Ο Μιχαηλίδης κατάφερε να μεταφέρει στη σκηνή όλο το λαϊκό συναίσθημα, χωρίς όμως να το ευτελίσει και να το χλευάσει.  Δεν επενέβην απολύτως στο γλωσσικό ύφος, στον αέρα του κειμένου, αλλά και των ηρώων του, αφήνοντας ελεύθερο ένα έργο με βαθιές κοινωνικές προεκτάσεις.
Μεγάλη επιτυχία η σκηνική συμπόρευση των δύο ηθοποιών.  Η διαφορετική θωριά-κοψιά τους προκαλεί τρομερή αντίθεση με τη διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους και του τρόπου σκέψης τους.  Πρόσωπα οικεία.  Τα έχουμε δει παντού, τα βλέπουμε ακόμα και σήμερα, ίσως πιο φινετσάτα.
Κουτοπόνηρος ο Φώντας, αλλά και εύπιστος, επιπόλαιος, αξιοθρήνητος.  Ο Πέρης Μιχαηλίδης παίζει ανάλαφρα το ρόλο του ανθρώπου, που θέλει, σχεδιάζει, τολμά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.  Μπαίνει εύκολα κι ευχάριστα στο ρόλο του «wannabe» μικρού απατεωνίσκου, προκαλώντας άφθονες στιγμές απροσποίητου χαμόγελου.
Αφελής ο Κόλιας.  Βαριεστημένος, κουρασμένος και μάλλον περισσότερο αποχαυνωμένος από τη ζωή του, παρά από την υψηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία.  Δεν μεμψιμοιρεί για την κατάστασή του, είναι γεννημένος μερικώς αποτυχημένος.  Ιδανικός ο Φίλιππος Σοφιανός στο δικό του ρόλο.  Κατασκεύασε ιδεωδώς το καλούπι του ήρωά του, που έχει συμβιβαστεί απολύτως με τη ζωή του και τη μοίρα του, αλλά κάπου - στην άκρη του φτωχού μυαλού του - μπερδεύει την προσωπική φιλία και το φιλότιμο με την εκμετάλλευση.
Αν δεν ήταν ήρωες ενός θεατρικού έργου, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι καρικατούρες ενός επίκαιρου σουρεαλιστικού κοινωνικού περιβάλλοντος. 
Ωραία παράσταση, ευχάριστη και καθόλου επιτηδευμένη.


Βικτώρια Πέππα, Quinta blogspot