Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σπούδασα στη Δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στην Ακαδημία της Ρώμης και παρακολούθησα σεμινάρια με το Γκροτόφσκι και τους συνεργάτες του. Εργάστηκα ως ηθοποιός στο ΚΘΒΕ και το Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτησα στις Κρατικές σκηνές, στο ελεύθερο θέατρο, δημιούργησα το "Θέατρο Μηχανή", έπαιξα στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και παράλληλα διδάσκω υποκριτική.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Beton, Thomas Bernhard

  Νοέμβριος -Ιανουάριος Beton7 και 
Μάρτιος 2014 Θέατρο Αυλαία Θεσσαλονίκη 


Μπετόν: ένας φιλοσοφικός μονόλογος έντονα αυτοβιογραφικός με χιουμοριστική τραγικότητα, κι ένας διαλογισμός πάνω στην ύπαρξη και το θάνατο. Μια ουσιαστική εξομολόγηση και μια συνεχής προσπάθεια επανάστασης ενός ήρωα που συγκρούεται μ' έναν κόσμο που μισεί και αγαπά ταυτόχρονα.

Μια παράσταση βασισμένη σε αποσπάσματα από το πεζογράφημα του Τόμας Μπέρνχαρντ "Μπετόν".

Συντελεστές
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης
Σκηνοθετική επιμέλεια: Μαρία Γίτσα
Video –φωτογράφιση: Νικόλας Σταυρόπουλος
Συνεργάστηκαν:  Αγγελική Γκαλμπένη - Κατερίνα Τσεσμετζή

Ερμηνεύει:  Πέρης Μιχαηλίδης

Τα πεζογραφήματα και τα θεατρικά έργα [του Τόμας Μπέρνχαρντ], είναι ιστορίες αρρώστων που κινούνται στα όρια της τρέλας και της αυτοκαταστροφής, καθώς πορεύονται προς το θάνατο. Η ζωή είναι θανατηφόρα αρρώστια και συνεπώς δεν έχει νόημα, ούτε ελπίδα. Είναι τραγική, όπως ταυτόχρονα είναι και γελοία. Όποιος το συνειδητοποιεί αυτό, νιώθει διπλά μόνος: από τη μία είναι αποκλεισμένος από την υποκριτική, αξιολύπητη κοινωνία, που ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος και την εξουσία κι από την άλλη είναι εγκλωβισμένος στο εγώ του, που δεν είναι σε θέση να του δώσει καμιάν απάντηση. Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ απαιτούν την τελειότητα, γι’ αυτό και είναι εκ των προτέρων καταδικασμένοι να αποτύχουν.

                                                                                                                 HANNELORE OCHS







ΜΠΕΤΟΝ
Ο ήρωας του Τόμας Μπέρνχαρτ ζει μέσα από την αναστολή της επιθυμίας του. Αναπνέει μέσα από τη δυναμική συντήρηση της φαντασίωσης του, που δεν είναι άλλη από το αυτή που τον ωθεί στο να γράψει ένα μεγάλο έργο, ένα έργο ζωής, το έργο της ζωής του. Η διεκδίκηση του στόχου του αποτελεί παράλληλα και τον επίπονο ευνουχισμό του, αυτόν που σε κάνει να θες να τα βάλεις με τον πατέρα, αυτόν που σε κάνει να θες να μείνεις στην αγάπη της μητέρας. Η εξειδανικευμένη σκιά του πατέρα και η εξειδανικευμένη αγάπη της μητέρας είναι τα στοιχεία που του δένουν τα χέρια, που τον κάνουν να μην μπορεί να γράψει ούτε μία σελίδα, που τον κρατούν δέσμιο της πιο ελπιδοφόρας φαντασίωσης, της φαντασίωσης του να μην κάνεις τίποτα, μόνο να σκέφτεσαι πως να μην χάσεις ούτε σταγόνα φαντασίωσης. Και αυτό είναι οδυνηρό, γιατί φλερτάρει έμμονα με την απώλεια. Ο έρωτας του με την απώλεια είναι πιο δυνατός από οτιδήποτε άλλο. Είναι μία δυναμική μελαγχολία, μια τεράστια απόλαυση που συντηρεί το υποκείμενο μέσα σε ένα δυσθεώρητο, σιωπηλό, εσωτερικό άγχος. Τα τελετουργικά του πρωταγωνιστή μας δεν είναι ικανά να συγκρατήσουν αυτό το άγχος. Ούτε και η χημεία, η αγαπημένη του επιστήμη, είναι ικανή να τα βάλει με την έμμονη συντήρηση της ασθένειας που ο ίδιος ανατροφοδοτεί. Άγχος, αναστολή της επιθυμίας, δυναμική συντήρηση της φαντασίωσης, μπετόν, κρύο, θανατικό, ψυχρό μπετόν…κι’αν σπάσει? Αν φύγει η μοναξιά, αν φύγουν οι σκιές, σε έναν άνθρωπο που δεν παραληρεί γιατί αγαπάει την πραγματικότητα και δεν μπορεί να πραγματοποιήσει γιατί πια δεν θα έχει νόημα? Ελπίδα και Εμμονή: και τα δύο γράφονται με Ε

Εμμανουήλ Κωνσταντόπουλος
Κλινικός ψυχολόγος - ψυχαναλυτής


ΜΠΕΤΟΝ
Το μπετόν προκύπτει από τη συναρμογή ετερόκλιτων υλικών με τη βοήθεια μιας συγκολλητικής ουσίας συνθετικής προέλευσης. Ως υλικό είναι συμπαγές, αδιαφανές και διαθέτει το χαρακτηριστικό του να μονώνει αυτό το οποίο περιβάλλει. Ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου μονολόγου του Τόμας Μπέρνχαρτ αισθάνεται ότι βάλλεται από δύο πλευρές : έξωθεν, από την αδελφή του, τη μοναδική εκπρόσωπο της οικογένειας που μοιάζει να δραπέτευσε από το οικογενειακό «μαυσωλείο» και του επισημαίνει πως το λάθος του είναι «που δεν κάνει πια περιπάτους»…ένδοθεν, από το ίδιο του το σώμα, που βασανίζεται από μια μυστηριώδη αυτοάνοση ασθένεια των πνευμόνων, την οποία ο ήρωας προσπαθεί να ανακουφίσει με τη συνδρομή της χημείας. Το πνεύμα του λαχταρά να εμπνευστεί, να δημιουργήσει, να ταξιδέψει, παραμένει όμως παγιδευμένο σε ένα σώμα έγκλειστο στους περιορισμούς των ψυχοσωματικών παθών του και σ’ ένα σπίτι που «δεν ήταν άδειο, αλλά νεκρό». Ο ήρωας «κατοικείται» από τους νεκρούς του. Είναι τόσο παθιασμένα ταυτισμένος μ’ αυτούς, που δεν μπορεί να έχει την απειροελάχιστη απόσταση που θα άνοιγε μια χαραμάδα στην «μπετόν αρμέ» (η λέξη προς λέξη μετάφραση από τα γαλλικά θα ήταν «οπλισμένο σκυρόδεμα») μελαγχολία του. Ο τσιμεντένιος τοίχος αποτελεί συγχρόνως το έρεισμα που απαλύνει το άγχος του και την αμυντική γραμμή που – ανεπαισθήτως;- τον αποκλείει από τον κόσμο. Όπως στα όνειρα οι ονειρικές σκέψεις εμφανίζουν εικόνες στη θέση άλλων εικόνων, χώρους στη θέση άλλων χώρων, που λανθάνουν, ο ήρωας μεταφέρεται σ’ ένα ονειρικό ταξίδι σ’ έναν άλλον τόπο, ξένο και μακρινό, όπου αλλόκοτες φιγούρες διαδέχονται η μια την άλλη σ’ ένα χορό θανάτου κι ενταφιάζονται κάτω από τσιμεντένιες πλάκες. Το παραλήρημα «θα ήταν μια κάποια λύσις». Μια λύση που θα μπορούσε ίσως να θραύσει το μπετόν, διασκορπίζοντας τα στοιχεία που το συνέθεσαν. Η πιθανή οδός διαφυγής υποδεικνύεται από τον ίδιο τον αφηγητή, όταν λέει πως έτρεξε στο τρελοκομείο που συνόρευε με το νεκροταφείο να καλέσει από κει ένα ταξί, «γιατί από το νεκροταφείο κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον». Όμως ο ήρωας του Μπέρνχαρτ δεν παραληρεί. Για ακόμα μια φορά, μέσα στη σιγουριά της επανάληψης, καταπίνει βιαστικά τα χάπια του και πέφτει για ύπνο…

Ατσαλάκη Αμαλία

Ειδική Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτριας Μέσω Τέχνης